Νύχτα του Αυγούστου ταξιδιάρικη.
Οι αναμνήσεις χτύπησαν την πόρτα.
Αναψα τσιγάρο μες στα σκοτεινά
και δες που σε θυμήθηκα ξανά.
Και θυμάμαι να τρομάζεις,
να θυμώνεις, να γελάς,
τρυφερά να μ’ αγκαλιάζεις
και να λες πως μ’ αγαπάς.
Μα δε θυμάμαι πια το χρώμα από τα μάτια σου,
θαρρώ η στερνή εκείνη εικόνα σου πως φταίει
που έβαψε πια, παντοτινά, το τελευταίο βλέμμα σου
μ’ αυτό το δακρυσμένο κόκκινο που καίει.
Νύχτα του Αυγούστου χειμωνιάτικη.
Πάγωσε κι η σκέψη μου στο χρόνο.
Πόσο μου `χει λείψει μία σου ματιά,
να φτάσει στης ψυχής μου τα βαθιά.
Και θυμάμαι να τρομάζεις,
να θυμώνεις, να γελάς,
τρυφερά να μ’ αγκαλιάζεις
και να λες πως μ’ αγαπάς.
Μα δε θυμάμαι πια το χρώμα από τα μάτια σου,
θαρρώ η στερνή εκείνη εικόνα σου πως φταίει
που έβαψε πια, παντοτινά, το τελευταίο βλέμμα σου
μ’ αυτό το δακρυσμένο κόκκινο που καίει.
|
Níchta tu Avgustu taksidiáriki.
I anamnísis chtípisan tin pórta.
Anapsa tsigáro mes sta skotiná
ke des pu se thimíthika ksaná.
Ke thimáme na tromázis,
na thimónis, na gelás,
triferá na m’ agkaliázis
ke na les pos m’ agapás.
Ma de thimáme pia to chróma apó ta mátia su,
tharró i sterní ekini ikóna su pos ftei
pu évapse pia, pantotiná, to telefteo vlémma su
m’ aftó to dakrisméno kókkino pu kei.
Níchta tu Avgustu chimoniátiki.
Págose ki i sképsi mu sto chróno.
Póso mu `chi lipsi mía su matiá,
na ftási stis psichís mu ta vathiá.
Ke thimáme na tromázis,
na thimónis, na gelás,
triferá na m’ agkaliázis
ke na les pos m’ agapás.
Ma de thimáme pia to chróma apó ta mátia su,
tharró i sterní ekini ikóna su pos ftei
pu évapse pia, pantotiná, to telefteo vlémma su
m’ aftó to dakrisméno kókkino pu kei.
|