Κλαίει το χρυσόψαρο στη γυάλα
στο ποτάμι θέλει να γυρίσει
λεύτερο να κολυμπήσει.
Τα δάκρυα του τρέχουν βρύση
ώσπου σε λίγο, στάλα – στάλα,
ξεχείλισε η γυάλα,
πλημμύρισε η μεγάλη σάλα,
η αυλή, η σκάλα
και στων δακρύων το ρυάκι.,
με το φεγγάρι για πυξίδα,
κολυμπάει το ψαράκι
με χαρά κι ελπίδα,
ώσπου αγάλι – αγάλι,
φτάνει στο ποτάμι πάλι.
|
Klei to chrisópsaro sti giála
sto potámi théli na girísi
leftero na kolibísi.
Ta dákria tu tréchun vrísi
óspu se lígo, stála – stála,
ksechilise i giála,
plimmírise i megáli sála,
i avlí, i skála
ke ston dakríon to riáki.,
me to fengári gia piksída,
kolibái to psaráki
me chará ki elpída,
óspu agáli – agáli,
ftáni sto potámi páli.
|