Σταμάτησα τη σκέψη
και μου `ρθε μία λέξη,
σαν κόμπος στο λαιμό.
Την έβαλα στα χείλη,
στου έρωτα το δείλι,
την κράτησα στα μάτια,
να ξέρεις, σ’ αγαπώ.
Την κράτησα στα μάτια,
να ξέρεις, σ’ αγαπώ.
Έχει η αγάπη βάρος,
θέλει περίσσιο θάρρος,
να την καταδεχτείς.
Του έρωτα τα δώρα
ζητάς αυτή την ώρα,
μα θα ζητήσεις πάλι,
ξανά ν’ αγαπηθείς.
Μα θα ζητήσεις πάλι,
ξανά ν’ αγαπηθείς.
Εκεί, μακριά που είσαι,
τα όνειρά μου σβήσε,
μα κράτα μυστικό.
Το πρώτο βράδυ, εκείνο
που μου `πες “δεν σ’ αφήνω
στης λησμονιάς τη χώρα,
να `χεις για φυλαχτό”.
Στης λησμονιάς τη χώρα,
να `χεις για φυλαχτό.
|
Stamátisa ti sképsi
ke mu `rthe mía léksi,
san kóbos sto lemó.
Tin évala sta chili,
stu érota to dili,
tin krátisa sta mátia,
na kséris, s’ agapó.
Tin krátisa sta mátia,
na kséris, s’ agapó.
Έchi i agápi város,
théli períssio thárros,
na tin katadechtis.
Tu érota ta dóra
zitás aftí tin óra,
ma tha zitísis páli,
ksaná n’ agapithis.
Ma tha zitísis páli,
ksaná n’ agapithis.
Eki, makriá pu ise,
ta ónirá mu svíse,
ma kráta mistikó.
To próto vrádi, ekino
pu mu `pes “den s’ afíno
stis lismoniás ti chóra,
na `chis gia filachtó”.
Stis lismoniás ti chóra,
na `chis gia filachtó.
|