Στη φτώχια γνωριστήκαμε,
στη φτώχια αγαπηθήκαμε,
μα τώρα για έναν πλούσιο
σκληρά μ’ έχεις προδώσει,
μα όσο σ’ ένιωσα εγώ,
κανείς δε θα σε νιώσει.
Του φτωχού, αχ! του φτωχού τον πόνο,
ο φτωχός, ο φτωχός τον νιώθει μόνο.
Τα όνειρα μου γκρέμισες,
βαθιές πληγές με γέμισες,
μα στα παλάτια που θα μπεις,
θα σε κοιτούν σαν ξένη,
κανείς εκεί δε θα βρεθεί
να σε καταλαβαίνει.
Του φτωχού, αχ! του φτωχού τον πόνο,
ο φτωχός, ο φτωχός τον νιώθει μόνο.
Αν κλάψουνε τα μάτια σου
στα νέα τα παλάτια σου,
στο φτωχικό καλύβι μου
με θάρρος γύρνα πίσω
και τότε πάλι εγώ ο φτωχός
θα σε παρηγορήσω.
Του φτωχού, αχ! του φτωχού τον πόνο,
ο φτωχός, ο φτωχός τον νιώθει μόνο.
|
Sti ftóchia gnoristíkame,
sti ftóchia agapithíkame,
ma tóra gia énan plusio
sklirá m’ échis prodósi,
ma óso s’ éniosa egó,
kanis de tha se niósi.
Tu ftochu, ach! tu ftochu ton póno,
o ftochós, o ftochós ton nióthi móno.
Ta ónira mu gkrémises,
vathiés pligés me gémises,
ma sta palátia pu tha bis,
tha se kitun san kséni,
kanis eki de tha vrethi
na se katalaveni.
Tu ftochu, ach! tu ftochu ton póno,
o ftochós, o ftochós ton nióthi móno.
An klápsune ta mátia su
sta néa ta palátia su,
sto ftochikó kalívi mu
me thárros girna píso
ke tóte páli egó o ftochós
tha se parigoríso.
Tu ftochu, ach! tu ftochu ton póno,
o ftochós, o ftochós ton nióthi móno.
|