Παραμυθάδες, προξενήτρες και δασκάλοι
τρέξαν και μου `παν για τα σένα π’ αγαπώ
ότι έχεις κάνει τόσα κρίματα
σαν του γιαλού τα κύματα
και πως όπου μ’ αγγίξεις θα κοπώ.
Κι αφού τους έδιωξα σε πήρα από το χέρι
νοίκιασα τ’ άστρο και σου στόλισα φωλιά
κι ολημερίς γλυκοφιλήματα
σαν του γιαλού τα κύματα
μπροστά στου Παραδείσου τα σκαλιά.
Μα τώρα που `γινες αφέντρα της καρδιάς μου
και πήρες τ’ όνομα του κύρη μου κυρά
για να μην έχουμε μπλεξίματα
σαν του γιαλού τα κύματα
να πας με τα δικά μου τα νερά.
|
Paramithádes, proksenítres ke daskáli
tréksan ke mu `pan gia ta séna p’ agapó
óti échis káni tósa krímata
san tu gialu ta kímata
ke pos ópu m’ angiksis tha kopó.
Ki afu tus édioksa se píra apó to chéri
nikiasa t’ ástro ke su stólisa foliá
ki olimerís glikofilímata
san tu gialu ta kímata
brostá stu Paradisu ta skaliá.
Ma tóra pu `gines aféntra tis kardiás mu
ke píres t’ ónoma tu kíri mu kirá
gia na min échume bleksímata
san tu gialu ta kímata
na pas me ta diká mu ta nerá.
|