Τον έχουν δει να τριγυρνά
στου λιμανιού τα σκοτεινά
κάθε χειμώνα
αν ζει ο Αλέξανδρος ρωτά
κι αν ταξιδεύει στ `ανοιχτά
η έρημη γοργόνα
Έχει τα μάτια χαμηλά
και ξέρει να σιγομιλά
με τα ζουμπούλια
Σ’ αυτό το βλέμμα το βαθύ
έχουν πολλές φορές χαθεί
θαλασσοπούλια
Σκύβει στην άμμο και γροικά
της θάλασσας τα μυστικά
κι οι σφουγγαράδες τον ρωτούν
να δέσουν ή να ξανοιχτούν
Στα μάρμαρα του βασιλιά
και στης γοργόνας την ποδιά
αποκοιμάται
Είναι του λιμανιού ο γιος
δεν έχει σπίτι, ούτε βιος
μην τον ξυπνάτε
|
Ton échun di na trigirná
stu limaniu ta skotiná
káthe chimóna
an zi o Aléksandros rotá
ki an taksidevi st `anichtá
i érimi gorgóna
Έchi ta mátia chamilá
ke kséri na sigomilá
me ta zubulia
S’ aftó to vlémma to vathí
échun pollés forés chathi
thalassopulia
Skívi stin ámmo ke griká
tis thálassas ta mistiká
ki i sfungarádes ton rotun
na désun í na ksanichtun
Sta mármara tu vasiliá
ke stis gorgónas tin podiá
apokimáte
Ine tu limaniu o gios
den échi spíti, ute vios
min ton ksipnáte
|