Του πόνου μια παραμονή
γελούσα στ’ αγριοκέρασο
στ’ ανθάκι σου τ’ ακέραστο,
του πόνου μια παραμονή.
Νόμιζα ρίζα είν’ η ζωή
του πόνου μια παραμονή
και πού να βρω την πίκρα μου να κλάψω,
σε ποιους καιρούς τον πόνο μου να πω.
Μια στάλα μακριά απ’ την αγάπη
κι εσύ την έκανες ωκεανό.
Του πόνου ήταν ανήμερα
φύσηξε άνεμος νωρίς
τ’ ανθάκι σου έπεσε στη γης,
του πόνου ήταν ανήμερα.
Αλλού η καρδιά σου σήμερα,
του πόνου ήταν ανήμερα.
|
Tu pónu mia paramoní
gelusa st’ agriokéraso
st’ antháki su t’ akérasto,
tu pónu mia paramoní.
Nómiza ríza in’ i zoí
tu pónu mia paramoní
ke pu na vro tin píkra mu na klápso,
se pius kerus ton póno mu na po.
Mia stála makriá ap’ tin agápi
ki esí tin ékanes okeanó.
Tu pónu ítan anímera
físikse ánemos norís
t’ antháki su épese sti gis,
tu pónu ítan anímera.
Allu i kardiá su símera,
tu pónu ítan anímera.
|