Έρχετ’ η μέρα, φεύγει ο ήλιος
σαν τρομαγμένα πουλιά
τα όνειρά μου φεύγουνε πάλι
απ’ τση σκέψης τα κελιά
τα όνειρά μου σβήνουνε πάλι
σαν τρεμάμενα κεριά
Άμοιρο κύμα, αχ πως σε δέρνει
χαράκι στην ακρογιαλιά
πέρδικα όσο `λειπες στα ξένα
σου χαλάσαν τη φωλιά
γέρο που σε μια μικρή ταβέρνα
σιγοπίνεις τα παλιά
Του φθινοπώρου δεντρί θλιμμένο
στο έρημο βλέμμα του βουνού
ανεμοζάλη μες στο ταξίδι
του μεγάλου γυρισμού
αθιβολές μέσα στη νύχτα
μου ταράζουνε το νου
|
Έrchet’ i méra, fevgi o ílios
san tromagména puliá
ta ónirá mu fevgune páli
ap’ tsi sképsis ta keliá
ta ónirá mu svínune páli
san tremámena keriá
Άmiro kíma, ach pos se dérni
charáki stin akrogialiá
pérdika óso `lipes sta kséna
su chalásan ti foliá
géro pu se mia mikrí tavérna
sigopínis ta paliá
Tu fthinopóru dentrí thlimméno
sto érimo vlémma tu vunu
anemozáli mes sto taksídi
tu megálu girismu
athivolés mésa sti níchta
mu tarázune to nu
|