Στα τζάμια τα θολά κεντάει τ’ αγιάζι
καράβια και πουλιά του ποταμού,
χρυσές κλωστές στον ύπνο μου σκεπάζει
με το βραχνό τραγούδι που στενάζει
για θάνατο κι αρρώστιες του συρμού.
Το φως ραγίζει μες στο παραθύρι
μα συ σαν σπίτι καίγεσαι παλιό,
σε λένε Κώστα, Ιάκωβο κι Αργύρη
και πάνω σου τα χρόνια έχουν γείρει
δελφίνι κεντημένο σε πηλό.
Απ’ τις παλιές γιορτές στη Μικρασία
κι από τους δρόμους που είδανε σφαγές
γυρνάς τον εαυτό σου στα πορνεία,
δεν έχει πια ζωή στα καφενεία
στον τόπο αυτό που γέμισε πληγές.
Η λάμπα γράφει κύκλους με σκοτάδι
κι η τράπουλα σαν ανοιχτή πληγή,
μαρμαρωμένοι ναύτες ένα βράδυ
στον κήπο βγήκαν γύρω απ’ το πηγάδι
και χόρεψαν μαζί με την αυγή.
Τα χάρτινα πουλιά δε σε ξαφνιάζουν
μήτε το φως τη νύχτα που αγρυπνά,
στα καφενεία μόνο σε τρομάζουν
καθρέφτες που ποτέ δε σε κοιτάζουν
με την πικρή αμαρτία που ξυπνά.
Ο ένας τοίχος κίτρινος σαν θειάφι
κι ο άλλος απ’ τον ήλιο βυσσινής,
όπου ακουμπήσεις όμως δεν ξεβάφει
παρά το άσπρο που έχουνε οι τάφοι
και δεν το συλλογίζεται κανείς.
Τα λόγια είναι παλιά μα είναι δικά μας
κι ο θάνατος δικός μας την αυγή,
έναν καιρό θα γράψεις τη χαρά μας
και θα μετράς ξανά τον έρωτά μας
και θα κρατάς στα δόντια τη ζωή.
Η θάλασσα γυρίζει τον πνιγμένο
με δυο σπαθιά στα μάτια καρφωτά,
μ’ αγέρα και βροχή σε περιμένω
και τα μαλλιά με θάνατο σ’ τα δένω
απ’ τη στερνή σου εικόνα που αλυχτά.
Η μνήμη σ’ άλλη μνήμη σε γυρίζει
και ξέχασες τους δρόμους που περνάς,
νεράντζι και κυδώνι σού μυρίζει,
μα η Ρωμιοσύνη τώρα σε ποτίζει
χολή στους καφενέδες που γερνάς.
Κοιμήσου πια και γείρε σαν το στάχυ.
Δεν έφταιξες εσύ για τις φωτιές.
Θα σκοτωθούν πολλοί μέσα στη μάχη
κι όσοι δεν τρελαθούν θα ζουν μονάχοι
στα καφενεία και στις ρεματιές.
|
Sta tzámia ta tholá kentái t’ agiázi
karávia ke puliá tu potamu,
chrisés klostés ston ípno mu skepázi
me to vrachnó tragudi pu stenázi
gia thánato ki arrósties tu sirmu.
To fos ragizi mes sto parathíri
ma si san spíti kegese palió,
se léne Kósta, Iákovo ki Argiri
ke páno su ta chrónia échun giri
delfíni kentiméno se piló.
Ap’ tis paliés giortés sti Mikrasía
ki apó tus drómus pu idane sfagés
girnás ton eaftó su sta pornia,
den échi pia zoí sta kafenia
ston tópo aftó pu gémise pligés.
I lába gráfi kíklus me skotádi
ki i trápula san anichtí pligí,
marmaroméni naftes éna vrádi
ston kípo vgíkan giro ap’ to pigádi
ke chórepsan mazí me tin avgí.
Ta chártina puliá de se ksafniázun
míte to fos ti níchta pu agripná,
sta kafenia móno se tromázun
kathréftes pu poté de se kitázun
me tin pikrí amartía pu ksipná.
O énas tichos kítrinos san thiáfi
ki o állos ap’ ton ílio vissinís,
ópu akubísis ómos den kseváfi
pará to áspro pu échune i táfi
ke den to sillogizete kanis.
Ta lógia ine paliá ma ine diká mas
ki o thánatos dikós mas tin avgí,
énan keró tha grápsis ti chará mas
ke tha metrás ksaná ton érotá mas
ke tha kratás sta dóntia ti zoí.
I thálassa girízi ton pnigméno
me dio spathiá sta mátia karfotá,
m’ agéra ke vrochí se periméno
ke ta malliá me thánato s’ ta déno
ap’ ti sterní su ikóna pu alichtá.
I mními s’ álli mními se girízi
ke kséchases tus drómus pu pernás,
nerántzi ke kidóni su mirízi,
ma i Romiosíni tóra se potízi
cholí stus kafenédes pu gernás.
Kimísu pia ke gire san to stáchi.
Den éftekses esí gia tis fotiés.
Tha skotothun polli mésa sti máchi
ki ósi den trelathun tha zun monáchi
sta kafenia ke stis rematiés.
|