Τα όνειρα που κάθονται
σ’ ένα σκαμπό του μπαρ
και πίνουν να ξεχάσουνε
τον εαυτό τους.
Οι νύχτες μου που τρέχουνε
στην άσφαλτο διαβολικά
και ψάχνουν στα τυφλά
το πρόσωπό τους.
Και νιώθω ντεμοντέ
στη μέση αυτού του δρόμου όταν βαδίζω,
ένα αυτοκίνητο, με κυνηγάει, με προσπερνάει
ο οδηγός με βλαστημάει
κι εγώ τον βρίζω.
Τα όνειρα που φεύγουνε
μ’ ένα τραγούδι μπλε
και δίχως λόγια μένουνε
οι μελωδίες.
Οι νύχτες μου που τρέχουνε
και γίνονται στιγμές
και μένουν οι αφορμές
χωρίς αιτίες.
Και νιώθω ντεμοντέ
στη μέση αυτού του δρόμου όταν βαδίζω,
ένα αυτοκίνητο, με κυνηγάει, με προσπερνάει
ο οδηγός με βλαστημάει
κι εγώ τον βρίζω.
|
Ta ónira pu káthonte
s’ éna skabó tu bar
ke pínun na ksechásune
ton eaftó tus.
I níchtes mu pu tréchune
stin ásfalto diavoliká
ke psáchnun sta tiflá
to prósopó tus.
Ke niótho ntemonté
sti mési aftu tu drómu ótan vadízo,
éna aftokínito, me kinigái, me prospernái
o odigós me vlastimái
ki egó ton vrízo.
Ta ónira pu fevgune
m’ éna tragudi ble
ke díchos lógia ménune
i melodíes.
I níchtes mu pu tréchune
ke ginonte stigmés
ke ménun i aformés
chorís etíes.
Ke niótho ntemonté
sti mési aftu tu drómu ótan vadízo,
éna aftokínito, me kinigái, me prospernái
o odigós me vlastimái
ki egó ton vrízo.
|