Είναι φορές που έχω να σε δω καιρό,
είναι στιγμές που θέλω με κάποιον να τα πω,
μόνο που πια δεν αντέχω τη νύχτα να περνώ
και νιώθω σαν το ψάρι έξω απ’ το νερό.
Είναι φορές που θέλω τόσο να σε δω,
και λησμονάω τον πόθο μου με μπάσταρδο πιοτό,
μονάχος στην Αθήνα πάλι τριγυρνώ,
να βλέπω γύρω τόση ασχήμια άλλο δεν μπορώ.
Απ’ το γυαλί μου λένε όλοι πώς να ζήσω,
τον πιο καλό ρουφιάνο να τον προτιμήσω,
ο ουρανός αλλάζει χρώμα εδώ και δέκα χρόνια
και η ελπίδα μου πουλήθηκε στα ψώνια.
Στην πόλη τρέχουν τέρατα, αμάξια δίχως φρένα,
σ’ αυτούς τους δρόμους πια μου φαίνονται όλα ξένα,
παιδάκια που δεν παίζουνε και σαν παιδιά δε ζούνε,
και σ’ άλλων όνειρα θα πέσουν να χαθούνε.
Και του αντάρτη πανί κούνα στον αέρα,
όλα τα βόλια του έρχονται σ’ εμένα,
μου λέει πως σκοτώνει για λογαριασμό μου,
μα εγώ ξέρω καλά πως είναι για κακό μου.
Και τα παιδιά που βρίσκουμε στο πάρκο, στην πλατεία,
τα τρώει το σκοτάδι κι η υποκρισία,
κάποιων ηλίθιων η άσπιλη κοινωνία,
των εμπόρων λευκού θανάτου ασυλία.
Και στα σκυλιά που περιμένουν στη γωνία
δίνω το γέλιο μου και την ειρωνεία,
κάνω πέτρα το αστείο μου, ξεχνώ την ανοχή μου,
ρίχνω άκυρο σ’ αυτούς που παίζουν τη ζωή μου.
Τίποτα δε θέλουμε και όλα τα ζητάμε,
έχουμε φως ακόμα και καλά κρατάμε.
Στην πόλη τρέχουν τέρατα, αμάξια δίχως φρένα,
σ’ αυτούς τους δρόμους πια μου φαίνονται όλα ξένα,
παιδάκια που δεν παίζουνε και σαν παιδιά δε ζούνε,
και σ’ άλλων όνειρα θα πέσουν να χαθούνε.
Είναι φορές που έχω να σε δω καιρό,
είναι στιγμές που θέλω μ’ εσένα να τα πω,
μόνο που πια δεν αντέχω τη νύχτα να περνώ
και νιώθω σαν το ψάρι έξω απ’ το νερό.
|
Ine forés pu écho na se do keró,
ine stigmés pu thélo me kápion na ta po,
móno pu pia den antécho ti níchta na pernó
ke niótho san to psári ékso ap’ to neró.
Ine forés pu thélo tóso na se do,
ke lismonáo ton pótho mu me bástardo piotó,
monáchos stin Athína páli trigirnó,
na vlépo giro tósi aschímia állo den boró.
Ap’ to gialí mu léne óli pós na zíso,
ton pio kaló rufiáno na ton protimíso,
o uranós allázi chróma edó ke déka chrónia
ke i elpída mu pulíthike sta psónia.
Stin póli tréchun térata, amáksia díchos fréna,
s’ aftus tus drómus pia mu fenonte óla kséna,
pedákia pu den pezune ke san pediá de zune,
ke s’ állon ónira tha pésun na chathune.
Ke tu antárti paní kuna ston aéra,
óla ta vólia tu érchonte s’ eména,
mu léi pos skotóni gia logariasmó mu,
ma egó kséro kalá pos ine gia kakó mu.
Ke ta pediá pu vrískume sto párko, stin platia,
ta trói to skotádi ki i ipokrisía,
kápion ilíthion i áspili kinonía,
ton ebóron lefku thanátu asilía.
Ke sta skiliá pu periménun sti gonía
díno to gélio mu ke tin ironia,
káno pétra to astio mu, ksechnó tin anochí mu,
ríchno ákiro s’ aftus pu pezun ti zoí mu.
Típota de thélume ke óla ta zitáme,
échume fos akóma ke kalá kratáme.
Stin póli tréchun térata, amáksia díchos fréna,
s’ aftus tus drómus pia mu fenonte óla kséna,
pedákia pu den pezune ke san pediá de zune,
ke s’ állon ónira tha pésun na chathune.
Ine forés pu écho na se do keró,
ine stigmés pu thélo m’ eséna na ta po,
móno pu pia den antécho ti níchta na pernó
ke niótho san to psári ékso ap’ to neró.
|