Αναστενάζεις και τότε ανοίγουν
οι πόρτες μόνες τους σ’ όλη την πόλη.
Κοιτάζεις μέσα˙ χλωμά ζευγάρια,
μες στο ψυχόδραμα και στη φορμόλη.
Πολλοί κοιμούνται και τα σεντόνια
είναι παγόβουνα πάνω στις πλάτες.
Ο γδάρτης ύπνος θα τους πουλήσει
για φραγκοδίφραγκα στους εφιάλτες.
Θέλεις να τρέξεις σε κάθε σπίτι
και, μ’ ένα άγγιγμα, να συνεφέρεις
τους τρομαγμένους που κυνηγάει
σε κάθε βήμα τους ο Ιαβέρης.
Δε θα σε δούνε. Κανείς δε βλέπει
μια τρυφερή σκιά που, εδώ και χρόνια,
έχει ξεχάσει να συμπονέσει
ένα αντίστοιχο,δικό της σώμα.
|
Anastenázis ke tóte anigun
i pórtes mónes tus s’ óli tin póli.
Kitázis mésa˙ chlomá zevgária,
mes sto psichódrama ke sti formóli.
Polli kimunte ke ta sentónia
ine pagóvuna páno stis plátes.
O gdártis ípnos tha tus pulísi
gia fragkodífragka stus efiáltes.
Thélis na tréksis se káthe spíti
ke, m’ éna ángigma, na sineféris
tus tromagménus pu kinigái
se káthe víma tus o Iavéris.
De tha se dune. Kanis de vlépi
mia triferí skiá pu, edó ke chrónia,
échi ksechási na sibonési
éna antísticho,dikó tis sóma.
|