Διάλεξα για θάλασσα δικιά μου
να ‘χω για να πνίγομαι
το στερνό το βλέμμα σου
το πιο βαθύ
Μια φορά μου είχες δείξει
πως μ᾽ αλμύρα ο ώμος βρέχεται
αχ ψυχή μου έρχεται
τρύπιος ουρανός
Πως γίνονται όλα ξένα τ᾽ αγαπημένα
που τα πηγαίνει ο καιρός
κράτα με με κυκλώνει ο ουρανός
θα φύγω πάνω σαν καπνός
Στα παράθυρα των τραίνων
νυσταγμένα ξεμακραίνουνε
τα βουβά τα πρόσωπα, τα μαγικά
Άδειασε ο κόσμος
που κοιμάμαι τώρα και που χάραξε
αχ ζωή μου άλλαξες
μα θα σε βρω ξανά
|
Diáleksa gia thálassa dikiá mu
na ‘cho gia na pnígome
to sternó to vlémma su
to pio vathí
Mia forá mu iches diksi
pos m᾽ almíra o ómos vréchete
ach psichí mu érchete
trípios uranós
Pos ginonte óla kséna t᾽ agapiména
pu ta pigeni o kerós
kráta me me kiklóni o uranós
tha fígo páno san kapnós
Sta paráthira ton trenon
nistagména ksemakrenune
ta vuvá ta prósopa, ta magiká
Άdiase o kósmos
pu kimáme tóra ke pu chárakse
ach zoí mu állakses
ma tha se vro ksaná
|