Αυτά τα κόκκινα σημάδια στους τοίχους, μπορεί να `ναι κι από αίμα.
Όλο το κόκκινο στις μέρες μας είναι αίμα,
μπορεί να `ναι κι απ’ το λιόγερμα, που χτυπάει στον απέναντι τοίχο.
Κάθε δείλι τα πράγματα κοκκινίζουν πριν σβήσουν
και ο θάνατος είναι πιο κοντά. Έξω απ’ τα κάγκελα,
είναι οι φωνές των παιδιών, και το σφύριγμα του τρένου.
Τότε τα κελιά γίνονται πιο στενά
και πρέπει να σκεφτείς το φως σ’ έναν κάμπο με στάχυα,
και το ψωμί στο τραπέζι των φτωχών
και τις μητέρες να χαμογελάνε στα παράθυρα,
για να βρεις λίγο χώρο να απλώσεις τα πόδια σου.
Κείνες τις ώρες, σφίγγεις το χέρι του συντρόφου σου,
γίνεται μια σιωπή γεμάτη δέντρα,
το τσιγάρο κομμένο στη μέση, γυρίζει από στόμα σε στόμα,
όπως ένα φανάρι που ψάχνει το δάσος, βρίσκουμε τη φλέβα
που φτάνει στην καρδιά της άνοιξης, χαμογελάμε.
|
Aftá ta kókkina simádia stus tichus, bori na `ne ki apó ema.
Όlo to kókkino stis méres mas ine ema,
bori na `ne ki ap’ to liógerma, pu chtipái ston apénanti ticho.
Káthe dili ta prágmata kokkinízun prin svísun
ke o thánatos ine pio kontá. Έkso ap’ ta kágkela,
ine i fonés ton pedión, ke to sfírigma tu trénu.
Tóte ta keliá ginonte pio stená
ke prépi na skeftis to fos s’ énan kábo me stáchia,
ke to psomí sto trapézi ton ftochón
ke tis mitéres na chamogeláne sta paráthira,
gia na vris lígo chóro na aplósis ta pódia su.
Kines tis óres, sfíngis to chéri tu sintrófu su,
ginete mia siopí gemáti déntra,
to tsigáro komméno sti mési, girízi apó stóma se stóma,
ópos éna fanári pu psáchni to dásos, vrískume ti fléva
pu ftáni stin kardiá tis ániksis, chamogeláme.
|