Είναι στιγμές που το μυαλό
γεμίζει με φωτιά,
σκέψεις μου καίνε το φτερό
και πέφτω χαμηλά·
σκέψεις χωρίς καμία λογική,
βάζω, απλά, στην έρημο φωνή.
Άσε με εμένα να ταΐζω εδώ φαντάσματα ξανά.
Άσε να βουλιάζω στην αγρύπνια μου, κοιμήσου εσύ ζεστά.
Κοιμήσου βαθιά.
Μη με κοιτάς,
χαμηλά όταν πέφτω,
μη με ρωτάς κι αμφιβάλλεις για μας.
Μονάχα να με χωράς,
όταν σου περισσεύω.
Μη με πουλάς
σε παλιές σου αγάπες που ακόμα χρωστάς.
Μη με πουλάς, μη με ρωτάς, μη με κοιτάς.
Απομεινάρια από κραυγές
που ξύπνιο με κρατούν,
ψάχνουν νανούρισμα απ’ το χτες
κι απώλειες μετρούν·
και σταματούν κι αρχίζουνε ξανά,
για να με δουν να πέφτω χαμηλά
|
Ine stigmés pu to mialó
gemízi me fotiá,
sképsis mu kene to fteró
ke péfto chamilá·
sképsis chorís kamía logikí,
vázo, aplá, stin érimo foní.
Άse me eména na taΐzo edó fantásmata ksaná.
Άse na vuliázo stin agrípnia mu, kimísu esí zestá.
Kimísu vathiá.
Mi me kitás,
chamilá ótan péfto,
mi me rotás ki amfivállis gia mas.
Monácha na me chorás,
ótan su perissevo.
Mi me pulás
se paliés su agápes pu akóma chrostás.
Mi me pulás, mi me rotás, mi me kitás.
Apominária apó kravgés
pu ksípnio me kratun,
psáchnun nanurisma ap’ to chtes
ki apólies metrun·
ke stamatun ki archízune ksaná,
gia na me dun na péfto chamilá
|