Εσύ που ανάθρεψες παιδιά
με κόπους και μ’ αγώνες
και σαν τα φύλλα σκόρπισαν
οι μπόρες κι οι χειμώνες.
Χαμογέλασε, πατέρα,
ξημερώνει άλλη μέρα,
και στην άδεια αγκαλιά σου
θα ξανάρθουν τα παιδιά σου.
Η κόρη μες στην ξενιτιά,
στις θάλασσες οι γιοί σου
και μες στο σπίτι η γριά,
φαρμάκι το κρασί σου.
Χαμογέλασε, πατέρα,
ξημερώνει άλλη μέρα,
και στην άδεια αγκαλιά σου
θα ξανάρθουν τα παιδιά σου.
|
Esí pu anáthrepses pediá
me kópus ke m’ agónes
ke san ta fílla skórpisan
i bóres ki i chimónes.
Chamogélase, patéra,
ksimeróni álli méra,
ke stin ádia agkaliá su
tha ksanárthun ta pediá su.
I kóri mes stin ksenitiá,
stis thálasses i gii su
ke mes sto spíti i griá,
farmáki to krasí su.
Chamogélase, patéra,
ksimeróni álli méra,
ke stin ádia agkaliá su
tha ksanárthun ta pediá su.
|