Τα κύματα χαϊδεύουν την ακρογιαλιά,
την ώρα που η μέρα σβήνει αργά αργά,
κι εγώ το φως σου ψάχνω μες τη σκοτεινιά,
ένα φιλί σαν μια σταλιά, μελιού γλυκιά.
Χλωμό του φεγγαριού το φως,
στα μαύρα σου τα μάτια μπρος,
χλωμή του ήλιου η ματιά,
μπρος στων φιλιών σου τη φωτιά,
μπρος στων φιλιών σου τη φωτιά.
Καινούργιες λέξεις θα σου βρω για να σου πω,
Αρκεί τα δυο γερά σου χέρια να κρατώ.
Αυτή η αγάπη δεν παλιώνει, δε γερνά,
και χίλιους πόθους σαν κρασί θα με κερνά.
|
Ta kímata chaidevun tin akrogialiá,
tin óra pu i méra svíni argá argá,
ki egó to fos su psáchno mes ti skotiniá,
éna filí san mia staliá, meliu glikiá.
Chlomó tu fengariu to fos,
sta mavra su ta mátia bros,
chlomí tu íliu i matiá,
bros ston filión su ti fotiá,
bros ston filión su ti fotiá.
Kenurgies léksis tha su vro gia na su po,
Arki ta dio gerá su chéria na krató.
Aftí i agápi den palióni, de gerná,
ke chílius póthus san krasí tha me kerná.
|