Η μικρή μου γκομενίτσα
μερακλήδισσα η μουσίτσα,
ήξερε ποια είναι ωραία
και με ήθελε κουρέα.
Χράπα χρούπα το ξυράφι
μη βρεθεί η μικρή στο ράφι.
Μη βρεθεί η μικρή στο ράφι,
χράπα χρούπα το ξυράφι.
Πήγαινε η δουλειά μας πρίμα
και μαζεύαμε το χρήμα
και φασούλι το φασούλι
φίσκα ήρθε το σακούλι.
Χράπα χρούπα το ξυράφι
ξέφυγε η μικρή το ράφι.
Ξέφυγε η μικρή το ράφι,
χράπα χρούπα το ξυράφι.
Μα στη φόρα που `χα πάρει
βάζει ο διάολος το ποδάρι
κι έτσι όλα μου τα γρόσια
μου τα έφαγε μια γκιόσα.
Χράπα χρούπα το ξυράφι
έμεινε η μικρή στο ράφι.
Έμεινε η μικρή στο ράφι,
χράπα χρούπα το ξυράφι.
|
I mikrí mu gkomenítsa
meraklídissa i musítsa,
íksere pia ine orea
ke me íthele kuréa.
Chrápa chrupa to ksiráfi
mi vrethi i mikrí sto ráfi.
Mi vrethi i mikrí sto ráfi,
chrápa chrupa to ksiráfi.
Pígene i duliá mas príma
ke mazevame to chríma
ke fasuli to fasuli
físka írthe to sakuli.
Chrápa chrupa to ksiráfi
kséfige i mikrí to ráfi.
Kséfige i mikrí to ráfi,
chrápa chrupa to ksiráfi.
Ma sti fóra pu `cha pári
vázi o diáolos to podári
ki étsi óla mu ta grósia
mu ta éfage mia gkiósa.
Chrápa chrupa to ksiráfi
émine i mikrí sto ráfi.
Έmine i mikrí sto ráfi,
chrápa chrupa to ksiráfi.
|