Χριστέ μου, αγάπα τα φτωχά
της γειτονιάς κορίτσα
που μένουν σε μια κάμαρη
και ζουν σε μια αυλίτσα,
που λαϊκά φυλλάδια
διαβάζουν και δακρύζουν
και σε παλιά τετράδια
καρδούλες ζωγραφίζουν.
Χριστέ μου, αγάπα τα φτωχά
της γειτονιάς τ’ αγόρια
που η ζωή τούς έστειλε
βοριάδες κι ανηφόρια,
που πάνε στο νυχτερινό
για να γινούν ανθρώποι
την ώρα που τ’ αρχονταριό
κινάει για γλεντοκόπι.
Χριστέ μου, αγάπα τα φτωχά
κορίτσα και αγόρια
που ’χουν στις τσέπες μοναχά
δυο τρεις δραχμές για σπόρια,
που μες στα μάτια σε κοιτούν
και σου μιλάνε ίσια
κι έχουνε μάθει ν’ αγαπούν
ντόμπρα παλικαρίσια.
|
Christé mu, agápa ta ftochá
tis gitoniás korítsa
pu ménun se mia kámari
ke zun se mia avlítsa,
pu laiká filládia
diavázun ke dakrízun
ke se paliá tetrádia
kardules zografízun.
Christé mu, agápa ta ftochá
tis gitoniás t’ agória
pu i zoí tus éstile
voriádes ki anifória,
pu páne sto nichterinó
gia na ginun anthrópi
tin óra pu t’ archontarió
kinái gia glentokópi.
Christé mu, agápa ta ftochá
korítsa ke agória
pu ’chun stis tsépes monachá
dio tris drachmés gia spória,
pu mes sta mátia se kitun
ke su miláne ísia
ki échune máthi n’ agapun
ntóbra palikarísia.
|