Κι οι δυο τους νέοι, με μυαλά συνηθισμένα
και με μι’ αγάπη στην ψυχή,
θαρρούσαν πάντα, σαν εσάς και σαν εμένα,
πως έχει η αγάπη μόνο αρχή.
Μέσα στην τρέλα του, λοιπόν, το ζευγαράκι,
σαν έβλεπε άλλο ταίρι, μελαγχολικό,
εσταματούσε κάτω από το φεγγαράκι
κι αυτός της έλεγε με ύφος λογικό.
Όταν μι’ αγάπη που νομίζαμ’ αιωνία,
φτάσει, μοιραία, στην παρακμή,
δυστυχισμένες, δυο υπάρξεις μ’ αγωνία
βλέπουν να έρχετ’ η στιγμή
που η αγάπη τους θα μοιάζει τυραννία,
τότε τον πόνο τους ας πνίξουνε,
μια πέτρα πίσω τους ας ρίξουνε
κι ώρα καλή, χωρίς φιλί.
Μα κάθε αγάπη έχει πάντα αρχή και τέλος,
νόμοι μας το ‘πανε γραφτοί,
έστω κι αν λέγεται Ρωμαίος ή Οθέλλος,
ή κι Ιουλιέττα αν λεν αυτή.
Γίνηκι’ ο έρως τους, λοιπόν, απλή συνήθεια
και πριν ν’ αρχίσουν να κοιτάζωνται ψυχρά,
όπως τελειώνουν της γιαγιάς τα παραμύθια,
αυτή τον άφησε και του ‘γραψε σκληρά.
Όταν μι’ αγάπη που νομίζαμ’ αιωνία,
φτάσει, μοιραία, στην παρακμή,
δυστυχισμένες, δυο υπάρξεις μ’ αγωνία
βλέπουν να έρχετ’ η στιγμή
που η αγάπη τους θα μοιάζει τυραννία,
τότε, τότε τον πόνο τους ας πνίξουνε,
μια πέτρα πίσω τους ας ρίξουνε
κι ώρα καλή, χωρίς φιλί.
|
Ki i dio tus néi, me mialá sinithisména
ke me mi’ agápi stin psichí,
tharrusan pánta, san esás ke san eména,
pos échi i agápi móno archí.
Mésa stin tréla tu, lipón, to zevgaráki,
san évlepe állo teri, melagcholikó,
estamatuse káto apó to fengaráki
ki aftós tis élege me ífos logikó.
Όtan mi’ agápi pu nomízam’ eonía,
ftási, mirea, stin parakmí,
distichisménes, dio ipárksis m’ agonía
vlépun na érchet’ i stigmí
pu i agápi tus tha miázi tirannía,
tóte ton póno tus as pníksune,
mia pétra píso tus as ríksune
ki óra kalí, chorís filí.
Ma káthe agápi échi pánta archí ke télos,
nómi mas to ‘pane grafti,
ésto ki an légete Romeos í Othéllos,
í ki Iuliétta an len aftí.
Giniki’ o éros tus, lipón, aplí siníthia
ke prin n’ archísun na kitázonte psichrá,
ópos teliónun tis giagiás ta paramíthia,
aftí ton áfise ke tu ‘grapse sklirá.
Όtan mi’ agápi pu nomízam’ eonía,
ftási, mirea, stin parakmí,
distichisménes, dio ipárksis m’ agonía
vlépun na érchet’ i stigmí
pu i agápi tus tha miázi tirannía,
tóte, tóte ton póno tus as pníksune,
mia pétra píso tus as ríksune
ki óra kalí, chorís filí.
|