Songtextsuche:
ΖΕΙΜΒΕΚΙΚΟ | Zeimbekiko
Ζεϊμπέκικο
Μ’ αεροπλάνα και βαπόρια και με τους φίλους τους παλιούς τριγυρνάμε στα σκοτάδια κι όμως εσύ δεν μάς ακούς Δεν μάς ακούς που τραγουδάμε με φωνές ηλεκτρικές μες στις υπόγειες στοές Ώσπου οι τροχιές μας συναντάνε τις βασικές σου τις αρχές
Ο πατέρας μου ο Μπάτης ήρθε απ’ τη Σμύρνη το εικοσιδυό κι έζησε πενήντα χρόνια σ’ ένα κατώι μυστικό Σ’ αυτό τον κόσμο όσοι αγαπούνε τρώνε βρώμικο ψωμί έλεγε ο Μπάτης μια Κυριακή Κι οι πόθοι τους ακολουθούνε υπόγεια διαδρομή
Χθες το βράδυ είδα έναν φίλο σαν ξωτικό να τριγυρνά πάνω στη μοτοσικλέτα και πίσω τρέχανε σκυλιά Σήκω ψυχή μου, δώσε ρεύμα, βάλε στα ρούχα σου φωτιά βάλε στα όργανα φωτιά
Να τιναχτεί σαν μαύρο πνεύμα η τρομερή μας η λαλιά Ιπτάμενη παρθένα, κανονάς τους εσπερινούς Του Θεού η φωνή γυρίζει στο μυαλό μας κι όμως εσύ δεν μας ακούς
Σε υμνούμε, μες στις υπόγειες στοές με όρκους και γητειές Ώσπου οι τροχιές μας συναντάνε τις βασικές σου τις αρχές
Απρόσιτη μητέρα, μορφή από χώμα κι ουρανό Θα χαθώ απ’ τα μάτια σου τα δυο μες στον κόσμο σαν πρόσφυγας σ’ ένα κατώι μυστικό
Αγαπούνε, τρώνε βρώμικο ψωμί, του λόγου σου οι πιστοί Κι οι πόθοι τους ακολουθούνε υπόγεια διαδρομή
Θεόρατη γυναίκα στον ουρανό που κυβερνάς ήλιους και φεγγάρια ηλεκτρικά Με κρατούσες και φεύγαμε και πίσω τρέχανε σκυλιά
Σαν τον Μάρκο, δώσ’ μου τη λόγχη που κεντά χρυσή λαβωματιά Να τιναχτεί σαν μαύρο πνεύμα η τρομερή μας η λαλιά
Σαββόπουλος Διονύσης Μουσική/Στίχοι: Σαββόπουλος Διονύσης | Zeimbekiko
Mit Flugzeugen und Schiffen und mit den alten Freunden gehen wir im Dunkeln umher, aber du hörst uns nicht Du hörst uns nicht wie wir singen, mit elektrischen Stimmen in den unterirdischen Gängen Bis unsere Bahnen deinen Grundprinzipien begegnen
Mein Vater, Batis, kam aus Smyrni im Jahr einundzwanzig und lebte fünfzig Jahre lang in einem Geheimkeller Alle die in dieser Welt lieben, essen dreckiges Brot sagte Batis eines Sonntags und ihr Verlangen folgt den unterirdischen Wegen
Gestern Abend sah ich einen Freund wie einen Fremden umhergehen auf einem Motorrad, und hinter ihm rannten Hunde Steh auf meine Seele, gib Strom, verbrenne deine Kleidung verbrenne deine Instrumente Wie schwarzer Geist soll unsere außerordentliche Stimme sprengen
Fliegende Jungfrau, Glöckner der Abendpredigt Die Stimme Gottes drehte sich in unserem Kopf aber trotzdem, du hörst uns nicht
Wir preisen dich in den unterirdischen Gängen mit Schwüren und Rückbesinnungen Bis unsere Bahnen deine Grundprinzipien begegnen
Unzugängliche Mutter, Gestalt aus Sand und Himmel ich werde verschwinden aus deinen beiden Augen, in der Welt, wie ein Flüchtling in einen Geheimkeller
Sie lieben, essen dreckiges Brot, die Gläubiger deiner Worte und ihr Verlangen folgt den unterirdischen Wegen
Gottesfürchtige Frau, die du im Himmel elektrische Sonnen und Monde regierst du hieltest mich fest und wir gingen und hinter uns rannten Hunde
Wie Marko, gib mir die Bajonette, die goldene Wunden stickt Wie schwarzer Geist soll unsere außerordentliche Stimme sprengen
|
Kommentare
Noch keine Kommentare