Ταξίδευες κυνηγημένη από τη μοίρα σου
για την κατάλευκη μα πένθιμη Ελβετία
πάντα στο ντεκ σε μια σεζ λονγκ πεσμένη κάτωχρη
απ’ τη γνωστή και θλιβερότατη αιτία
Πάντοτε ανήσυχα οι δικοί σου σε τριγύριζαν
μα εσύ κοιτάζοντας τα μάκρη αδιαφορούσες
σ’ ό,τι σου λέγαν πικρογέλαγες γιατί ένιωθες
πως για τη χώρα του θανάτου οδοιπορούσες
Κάποια βραδιά που από το Στρόμπολι περνούσαμε
είπες σε κάποιο γελαστή σε τόνο αστείου:
“Πως μοιάζει τ’ άρρωστο κορμί μου καθώς καίγεται,
με την κορφή τη φλεγομένη του ηφαιστείου!”
Ύστερα σ’ είδα στη Μαρσίλια σαν εχάθηκες
μέσα στο θόρυβο χωρίς να στρέψεις πίσω
Κι εγώ που μόνο την υγρή έκταση αγάπησα,
λέω πως εσένα θα μπορούσα ν’ αγαπήσω
|
Taksídeves kinigiméni apó ti mira su
gia tin katálefki ma pénthimi Elvetía
pánta sto ntek se mia sez longk pesméni kátochri
ap’ ti gností ke thliverótati etía
Pántote anísicha i diki su se trigirizan
ma esí kitázontas ta mákri adiaforuses
s’ ó,ti su légan pikrogélages giatí éniothes
pos gia ti chóra tu thanátu odiporuses
Kápia vradiá pu apó to Stróboli pernusame
ipes se kápio gelastí se tóno astiu:
“Pos miázi t’ árrosto kormí mu kathós kegete,
me tin korfí ti flegoméni tu ifestiu!”
Ύstera s’ ida sti Marsília san echáthikes
mésa sto thórivo chorís na strépsis píso
Ki egó pu móno tin igrí éktasi agápisa,
léo pos eséna tha borusa n’ agapíso
|