Σβήσε αυτό το φως και μη με κοιτάς,
δεν μπορώ.
Όχι, μη μιλάς, μην παρακαλάς,
δεν μπορώ.
Όταν προδοθείς και διαψευστείς
θα το δεις
θέλεις τη σιωπή και την ερημιά
μόνο.
Άσε με, ράγισα,
την καρδιά σφράγισα.
Άσε με, έχασα,
πλήρωσα, ξέχασα.
Όχι, μη μιλάς, δε θα ξαναρθώ,
δεν μπορώ.
Πάψε πια να κλαις, μη μου λες πως φταις,
δεν μπορώ.
Πάρε ό,τι θες, κι αν με χρειαστείς
θα ‘μαι εδώ.
Ζήσαμε μαζί, ζήτα μου ό,τι θες,
γεια σου.
Άδειο το σπίτι, παντού η σκιά σου
κι η νύχτα σκληρή και βαριά,
και το στερνό, το πικρό σου το “γεια σου”
βαθιά στην καρδιά μαχαιριά.
Και έπιασε μπόρα κι εσύ θα κρυώνεις
γιατί ήσουνα πάντα πουλί.
Πού τα μικρά σου φτερά τα στεγνώνεις,
σε ποιας λησμονιάς το φιλί;
Άδειο το σπίτι, παντού η σκιά σου
και παίρνω τους δρόμους ξανά,
ένας αγέρας που λέει τ’ όνομά σου
σφυρίζοντας μες στα στενά.
Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ,
μόνος μου δεν μπορώ.
Σ’ αγαπώ, χάνομαι,
στις σκιές πιάνομαι.
Σ’ αγαπώ, μίλα μου,
τις πληγές φίλα μου.
|
Svíse aftó to fos ke mi me kitás,
den boró.
Όchi, mi milás, min parakalás,
den boró.
Όtan prodothis ke diapsefstis
tha to dis
thélis ti siopí ke tin erimiá
móno.
Άse me, rágisa,
tin kardiá sfrágisa.
Άse me, échasa,
plírosa, kséchasa.
Όchi, mi milás, de tha ksanarthó,
den boró.
Pápse pia na kles, mi mu les pos ftes,
den boró.
Páre ó,ti thes, ki an me chriastis
tha ‘me edó.
Zísame mazí, zíta mu ó,ti thes,
gia su.
Άdio to spíti, pantu i skiá su
ki i níchta sklirí ke variá,
ke to sternó, to pikró su to “gia su”
vathiá stin kardiá macheriá.
Ke épiase bóra ki esí tha kriónis
giatí ísuna pánta pulí.
Pu ta mikrá su fterá ta stegnónis,
se pias lismoniás to filí;
Άdio to spíti, pantu i skiá su
ke perno tus drómus ksaná,
énas agéras pu léi t’ ónomá su
sfirízontas mes sta stená.
S’ agapó, s’ agapó,
mónos mu den boró.
S’ agapó, chánome,
stis skiés piánome.
S’ agapó, míla mu,
tis pligés fíla mu.
|