Θαλασσινός ο κόρφος σου κι ανθοί στις αμασχάλες
κι ολόδροση πως μύριζες στις πρώτες τις ψιχάλες
πόλη που παίζαμε παιδιά μες στην πλατιά ποδιά σου
με ψάρια και λεμονανθούς χαμήλωσε τη ματιά σου
Τις θύρες σου να κλείσεις θες και να μας περιμένεις
και μυρωδιές και ομορφιές τον ξένο να μη ραίνεις
σφάλιξε κλείσε δίπλωσε παράπονο στα χείλη
χώσου στην άμμο Αμμόχωστος σαν σπάνιο κοχύλι
Και μεις πουλιά που διώξαν μας τον Αύγουστο οι εχθροί σου
να ξέρεις θα γυρίσουμε πιστοί στην άνοιξή σου
Σφάλιξε κλείσε δίπλωσε παράπονο στα χείλη
χώσου στην άμμο Αμμόχωστος σαν σπάνιο κοχύλι
θαλασσινός ο κόρφος σου κι ανθοί στις αμασχάλες
κι ολόδροση πώς μύριζες στις πρώτες τις ψιχάλες
|
Thalassinós o kórfos su ki anthi stis amascháles
ki olódrosi pos mírizes stis prótes tis psicháles
póli pu pezame pediá mes stin platiá podiá su
me psária ke lemonanthus chamílose ti matiá su
Tis thíres su na klisis thes ke na mas periménis
ke mirodiés ke omorfiés ton kséno na mi renis
sfálikse klise díplose parápono sta chili
chósu stin ámmo Ammóchostos san spánio kochíli
Ke mis puliá pu dióksan mas ton Avgusto i echthri su
na kséris tha girísume pisti stin ániksí su
Sfálikse klise díplose parápono sta chili
chósu stin ámmo Ammóchostos san spánio kochíli
thalassinós o kórfos su ki anthi stis amascháles
ki olódrosi pós mírizes stis prótes tis psicháles
|