Ποια χέρια πήραν, πήραν τα κεριά
Κι ήρθε ξανά, κι ήρθε ξανά το βράδυ
Και δεν μπορεί η παρηγοριά
Να με βρει στο, να μ βρει στο σκοτάδι
Αυτά τα χέρια είναι δικά σου
Και τα ’χεις στείλει για να με δικάσουν
Είναι μαχαίρια που ’χουν τ’ όνομά σου
Αυτά τα χέρια, τα χέρια τα δικά σου
Ποια χέρια γίναν, γίνανε σπαθιά
Χριστέ και Παναγιά μου
Κι από το στήθος, στήθος μου βαθιά
Θα κόψουν την, θα κόψουν την καρδιά μου
Αυτά τα χέρια είναι δικά σου
Και τα ’χεις στείλει για να με δικάσουν
Είναι μαχαίρια που ’χουν τ’ όνομά σου
Αυτά τα χέρια, τα χέρια τα δικά σου
|
Pia chéria píran, píran ta keriá
Ki írthe ksaná, ki írthe ksaná to vrádi
Ke den bori i parigoriá
Na me vri sto, na m vri sto skotádi
Aftá ta chéria ine diká su
Ke ta ’chis stili gia na me dikásun
Ine macheria pu ’chun t’ ónomá su
Aftá ta chéria, ta chéria ta diká su
Pia chéria ginan, ginane spathiá
Christé ke Panagiá mu
Ki apó to stíthos, stíthos mu vathiá
Tha kópsun tin, tha kópsun tin kardiá mu
Aftá ta chéria ine diká su
Ke ta ’chis stili gia na me dikásun
Ine macheria pu ’chun t’ ónomá su
Aftá ta chéria, ta chéria ta diká su
|