Θα τα πιω, θα γίνω φέσι
και θε’ να `ρθω να σε βρω
κι όσα μου `χεις καμωμένα,
θα τα ρίξω στο γιαλό.
Δε φταίω εγώ που σε συμπάθησα,
δεν φταίω εγώ που σε αγάπησα,
εσύ τα φταις που με τρέλανες,
που με τρέλανες, που με τρέλανες,
με τρέλανες με τα γούστα σου
και με τη μίνι τη φούστα σου
κι αναρωτιέμαι πώς μπλέχτηκα,
πώς εμπλέχτηκα, πώς εμπλέχτηκα.
Θα σε πάρω και θα φύγω
και θ’ αλλάξω γειτονιά,
για να πάψουνε, του κόσμου,
τα πολλά κουτσομπολιά.
Δε φταίω εγώ που σε συμπάθησα,
δεν φταίω εγώ που σε αγάπησα,
εσύ τα φταις που με τρέλανες,
που με τρέλανες, που με τρέλανες,
με τρέλανες με τα γούστα σου
και με τη μίνι τη φούστα σου
κι αναρωτιέμαι πώς μπλέχτηκα,
πώς εμπλέχτηκα, πώς εμπλέχτηκα.
|
Tha ta pio, tha gino fési
ke the’ na `rtho na se vro
ki ósa mu `chis kamoména,
tha ta ríkso sto gialó.
De fteo egó pu se sibáthisa,
den fteo egó pu se agápisa,
esí ta ftes pu me trélanes,
pu me trélanes, pu me trélanes,
me trélanes me ta gusta su
ke me ti míni ti fusta su
ki anarotiéme pós bléchtika,
pós ebléchtika, pós ebléchtika.
Tha se páro ke tha fígo
ke th’ allákso gitoniá,
gia na pápsune, tu kósmu,
ta pollá kutsoboliá.
De fteo egó pu se sibáthisa,
den fteo egó pu se agápisa,
esí ta ftes pu me trélanes,
pu me trélanes, pu me trélanes,
me trélanes me ta gusta su
ke me ti míni ti fusta su
ki anarotiéme pós bléchtika,
pós ebléchtika, pós ebléchtika.
|