Βαρύ το βήμα μου ισόβια με σέρνει
στο φως που παρασέρνει τις πιο τυφλές ψυχές
που φτερουγάν’ νομίζοντας πως θ’ αντικρίζαν φάρο
και πέσαν’ ένα κάρο με κάρβουνα καρδιές.
Σπρώξε με μοίρα, σπρώξε με στα μάγια της κι απόψε.
Στην αγκαλιά της σπρώξε με, σε μάτια καστανά
και πες μου αν είναι ο έρωτας που λέει στο χάρο
“κόψε αγόρια για λουλούδια ζωντανά”.
Στο ναρκοπέδιο της νύχτας που βαδίζω,
στερνό που το νομίζω το κάθε μου λεπτό
και μοιάζω με ζεϊμπέκικο που απόψε στο χαρίζω,
εσένανε που αγγίζω γυρεύοντας Θεό.
Σπρώξε με μοίρα, σπρώξε με στα μάγια της κι απόψε.
Στην αγκαλιά της σπρώξε με, σε μάτια καστανά
και πες μου αν είναι ο έρωτας που λέει στο χάρο
“κόψε αγόρια για λουλούδια ζωντανά”.
|
Oarí to víma mu isóvia me sérni
sto fos pu parasérni tis pio tiflés psichés
pu fterugán’ nomízontas pos th’ antikrízan fáro
ke pésan’ éna káro me kárvuna kardiés.
Sprókse me mira, sprókse me sta mágia tis ki apópse.
Stin agkaliá tis sprókse me, se mátia kastaná
ke pes mu an ine o érotas pu léi sto cháro
“kópse agória gia luludia zontaná”.
Sto narkopédio tis níchtas pu vadízo,
sternó pu to nomízo to káthe mu leptó
ke miázo me zeibékiko pu apópse sto charízo,
esénane pu angizo girevontas Theó.
Sprókse me mira, sprókse me sta mágia tis ki apópse.
Stin agkaliá tis sprókse me, se mátia kastaná
ke pes mu an ine o érotas pu léi sto cháro
“kópse agória gia luludia zontaná”.
|