Κάθε βράδυ που ξεμένω μόνος και την περιμένω
ζωγραφίζω με μολύβι τη μορφή της που μου λείπει
τ’ άψυχο χαρτί χαϊδεύω κι απ’ τον πόνο δραπετεύω
έχοντας μια ελπίδα ότι ίσως ξαναρθεί
Μα δε τη νοιάζει μα δε τη νοιάζει
που όταν λείπει ο ουρανός μου σκοτεινιάζει
Κάθε βράδυ που ξεμένω μόνος και την περιμένω
ψάχνω τα παλιά μου λάθη στου καφέ το κατακάθι
και με μένα τα βάζω που ποτέ μου δεν αλλάζω
και ξοδεύω τη ζωή μου για να ξαναρθεί
Μα δε τη νοιάζει μα δε τη νοιάζει
που όταν λείπει ο ουρανός μου σκοτεινιάζει
|
Káthe vrádi pu kseméno mónos ke tin periméno
zografízo me molívi ti morfí tis pu mu lipi
t’ ápsicho chartí chaidevo ki ap’ ton póno drapetevo
échontas mia elpída óti ísos ksanarthi
Ma de ti niázi ma de ti niázi
pu ótan lipi o uranós mu skotiniázi
Káthe vrádi pu kseméno mónos ke tin periméno
psáchno ta paliá mu láthi stu kafé to katakáthi
ke me ména ta vázo pu poté mu den allázo
ke ksodevo ti zoí mu gia na ksanarthi
Ma de ti niázi ma de ti niázi
pu ótan lipi o uranós mu skotiniázi
|