Δεν είχε χρώμα η αυγή,
με τύλιγε σκοτάδι,
και της καρδιάς μου ο στεναγμός
έφτανε ως, έφτανε ως τον Άδη.
Μα τώρα, όλα αλλάξανε
κι ο ήλιος θ’ ανατείλει,
γύρισες, και τα χείλη μου
φιλούν τα δυο σου χείλη,
γύρισες, και τα χείλη μου
φιλούν τα δυο, φιλούν τα δυο σου χείλη.
Δεν κελαηδούσαν τα πουλιά,
τα δέντρα δεν ανθίζαν,
τα πάντα είχαν βουβαθεί,
το χωρισμό, το χωρισμό θυμίζαν.
Μα τώρα, όλα αλλάξανε
κι ο ήλιος θ’ ανατείλει,
γύρισες, και τα χείλη μου
φιλούν τα δυο σου χείλη,
γύρισες, και τα χείλη μου
φιλούν τα δυο, φιλούν τα δυο σου χείλη.
|
Den iche chróma i avgí,
me tílige skotádi,
ke tis kardiás mu o stenagmós
éftane os, éftane os ton Άdi.
Ma tóra, óla alláksane
ki o ílios th’ anatili,
girises, ke ta chili mu
filun ta dio su chili,
girises, ke ta chili mu
filun ta dio, filun ta dio su chili.
Den kelaidusan ta puliá,
ta déntra den anthízan,
ta pánta ichan vuvathi,
to chorismó, to chorismó thimízan.
Ma tóra, óla alláksane
ki o ílios th’ anatili,
girises, ke ta chili mu
filun ta dio su chili,
girises, ke ta chili mu
filun ta dio, filun ta dio su chili.
|