Με τρώει, νύχτα – μέρα, βαρύς καημός,
ούτε στιγμή δεν λείπει ο στεναγμός,
στα στήθια μου έχει μείνει πληγή βαθιά,
‘σύ μου την έχεις δώσει τη μαχαιριά.
Καημός με πληγώνει, κανείς δε με σώνει,
με πλήγωσες πολύ βαριά,
δεν έχεις μέσα σου καρδιά.
Αρνήθηκα, για σένα, το κάθε τι
κι αναρωτιέμαι τώρα, γιατί, γιατί,
γιατί να σ’ αγαπήσω και να πονώ,
τι μου ‘χεις κάνει, πες μου, και σ’ αγαπώ.
Καημός με πληγώνει, κανείς δε με σώνει,
με πλήγωσες πολύ βαριά,
δεν έχεις μέσα σου καρδιά.
Μαύρα, γλυκά μου μάτια, σας νοσταλγώ,
βραδιάζει ξημερώνει, δε σας ξεχνώ,
ας ήταν να σας είχα για μια στιγμή,
να λείψουνε, για λίγο, οι στεναγμοί.
Καημός με πληγώνει, κανείς δε με σώνει,
με πλήγωσες πολύ βαριά,
δεν έχεις μέσα σου καρδιά.
|
Me trói, níchta – méra, varís kaimós,
ute stigmí den lipi o stenagmós,
sta stíthia mu échi mini pligí vathiá,
‘sí mu tin échis dósi ti macheriá.
Kaimós me pligóni, kanis de me sóni,
me plígoses polí variá,
den échis mésa su kardiá.
Arníthika, gia séna, to káthe ti
ki anarotiéme tóra, giatí, giatí,
giatí na s’ agapíso ke na ponó,
ti mu ‘chis káni, pes mu, ke s’ agapó.
Kaimós me pligóni, kanis de me sóni,
me plígoses polí variá,
den échis mésa su kardiá.
Mavra, gliká mu mátia, sas nostalgó,
vradiázi ksimeróni, de sas ksechnó,
as ítan na sas icha gia mia stigmí,
na lipsune, gia lígo, i stenagmi.
Kaimós me pligóni, kanis de me sóni,
me plígoses polí variá,
den échis mésa su kardiá.
|