Είχα μια βάρκα με κουπιά
έχω ταξίδια τώρα πια
μα το θυμάμαι το πρωί που ξεκινούσα
Ήταν η θάλασσα γυαλί
για το χατίρι μου καλή
γιατί δοκίμαζα πως φεύγουν
και γυρνούσα
Είχα μια βάρκα φυλακή
μάλωνα κι έμπαινα εκεί
και δώσ’ του λόγια στη σειρά
πως τραγουδούσες
Αχνοκοιτώντας τη στεριά
η πλάτη σου έφτανε μακριά
καρδιά μου όνειρα, ορίζοντα ακουμπούσες
Έτσι μου φαίνεται
πως κακοφαίνεται
στο πεπρωμένο μου να ‘ναι δεμένο
Έτσι…έτσι του το ‘μαθα
και το κακόμαθα
να ξανοιγόμαστε στο περιμένω
Είχα μια βάρκα με κουπιά
έχω ταξίδια τώρα πια
Είχα μια βάρκα με κουπιά
έχω σανίδια τώρα πια
Καινούργιο πάτωμα ζωή σου σχηματίζω
για να χορεύεις σαν φτερό
να ευχαριστιέμαι, να απορώ
τον πόνο άγκυρα, αρόδο να βυθίζω
|
Icha mia várka me kupiá
écho taksídia tóra pia
ma to thimáme to pri pu ksekinusa
Ήtan i thálassa gialí
gia to chatíri mu kalí
giatí dokímaza pos fevgun
ke girnusa
Icha mia várka filakí
málona ki ébena eki
ke dós’ tu lógia sti sirá
pos traguduses
Achnokitóntas ti steriá
i pláti su éftane makriá
kardiá mu ónira, orízonta akubuses
Έtsi mu fenete
pos kakofenete
sto peproméno mu na ‘ne deméno
Έtsi…étsi tu to ‘matha
ke to kakómatha
na ksanigómaste sto periméno
Icha mia várka me kupiá
écho taksídia tóra pia
Icha mia várka me kupiá
écho sanídia tóra pia
Kenurgio pátoma zoí su schimatízo
gia na chorevis san fteró
na efcharistiéme, na aporó
ton póno ágkira, aródo na vithízo
|