Η Ελένη κατέβηκε στην Τροία,
σαν τον απάνεμο νου, που γαληνεύει,
σαν βέλος απαλό των οματιών,
σαν άνθος του έρωτα, που καρδιές πληγώνει.
Συννέφιασε το πρόσωπο κι ευθύς,
πίκρα γεμίσανε του γάμου τα τραπέζια,
ο τόπος δε χωράει,
η στέγη του Πριάμου δε χωράει,
της συμφοράς την ήβη, την Ερινύα, την πικρή.
Γέροντας λόγος από παλιά κρατεί,
ο πλούτος φουντώνει και σκάει.
Τον κόσμο γεμίζει παιδιά κι απόκληρος δε πεθαίνει,
μα είναι τυχερό, κάθε γενιά,
βλαστούς σημαδεμένους, να πετάει.
Στων σπίτια όλων των δικαίων,
η μοίρα μοιράζει ωραία παιδιά.
|
I Eléni katévike stin Tria,
san ton apánemo nu, pu galinevi,
san vélos apaló ton omatión,
san ánthos tu érota, pu kardiés pligóni.
Sinnéfiase to prósopo ki efthís,
píkra gemísane tu gámu ta trapézia,
o tópos de chorái,
i stégi tu Priámu de chorái,
tis simforás tin ívi, tin Erinía, tin pikrí.
Gerontas lógos apó paliá krati,
o plutos funtóni ke skái.
Ton kósmo gemízi pediá ki apókliros de petheni,
ma ine ticheró, káthe geniá,
vlastus simademénus, na petái.
Ston spítia ólon ton dikeon,
i mira mirázi orea pediá.
|