Θάλασσα που ‘σαι τόσο πλατειά,
πλατειά, πολύ μεγάλη,
πάρε τη μαύρη μου καρδιά,
κουράστηκε πια να πονά,
και δώσε μου μια άλλη.
Δώσ’ μου μια καρδιά μεγάλη,
να χωράει τους καημούς
και τον πόνο της αγάπης
και τους αναστεναγμούς,
και τους αναστεναγμούς.
Θάλασσα, πάρε τον πόνο μου,
πνίχ’ τον μέσ’ στα νερά σου,
στην αγκαλιά σου να πνιγώ,
να γίνω κύμα σου κι εγώ
και κράτα με κοντά σου.
Δώσ’ μου μια καρδιά μεγάλη,
να χωράει τους καημούς
και τον πόνο της αγάπης
και τους αναστεναγμούς,
και τους αναστεναγμούς,
και τους αναστεναγμούς,
και τους αναστεναγμούς.
|
Thálassa pu ‘se tóso platiá,
platiá, polí megáli,
páre ti mavri mu kardiá,
kurástike pia na poná,
ke dóse mu mia álli.
Dós’ mu mia kardiá megáli,
na chorái tus kaimus
ke ton póno tis agápis
ke tus anastenagmus,
ke tus anastenagmus.
Thálassa, páre ton póno mu,
pních’ ton més’ sta nerá su,
stin agkaliá su na pnigó,
na gino kíma su ki egó
ke kráta me kontá su.
Dós’ mu mia kardiá megáli,
na chorái tus kaimus
ke ton póno tis agápis
ke tus anastenagmus,
ke tus anastenagmus,
ke tus anastenagmus,
ke tus anastenagmus.
|