Προχτές, αργά το βράδυ
εδίψασα για χάδι,
και είπα να ανέβω
στο σπίτι σου να σ’ έβρω.
Αυτή είναι, λέω, μόνη
στη μικρή οθόνη,
αυτή δεν κάνει βήμα,
κι αν φύγω θα ‘ναι κρίμα.
Κι όπως άνοιξα την πόρτα, στο αθόρυβο,
με σβηστά όλα τα φώτα κι ούτε θόρυβο,
στην αγάπη μου, ληστεία με άλλον έκανε
και γι’ αυτό, τη Δυναστεία δεν την έβλεπε.
Μου το ‘χαν πει οι φίλοι,
μου το ‘χαν παραγγείλει
και δεν είχα πιστέψει
απ’ όλα, ούτε λέξη.
Αυτή είναι, λέω, μόνη
στη μικρή οθόνη,
κι ανέβηκα επάνω
παρέα να σου κάνω.
Κι όπως άνοιξα την πόρτα, στο αθόρυβο,
με σβηστά όλα τα φώτα κι ούτε θόρυβο,
στην αγάπη μου, ληστεία με άλλον έκανε
και γι’ αυτό, τη Δυναστεία δεν την έβλεπε.
|
Prochtés, argá to vrádi
edípsasa gia chádi,
ke ipa na anévo
sto spíti su na s’ évro.
Aftí ine, léo, móni
sti mikrí othóni,
aftí den káni víma,
ki an fígo tha ‘ne kríma.
Ki ópos ániksa tin pórta, sto athórivo,
me svistá óla ta fóta ki ute thórivo,
stin agápi mu, listia me állon ékane
ke gi’ aftó, ti Dinastia den tin évlepe.
Mu to ‘chan pi i fíli,
mu to ‘chan parangili
ke den icha pistépsi
ap’ óla, ute léksi.
Aftí ine, léo, móni
sti mikrí othóni,
ki anévika epáno
paréa na su káno.
Ki ópos ániksa tin pórta, sto athórivo,
me svistá óla ta fóta ki ute thórivo,
stin agápi mu, listia me állon ékane
ke gi’ aftó, ti Dinastia den tin évlepe.
|