Δίσεκτα χρόνια και πολλά
να ‘χεις τα μάτια χαμηλά,
τ’ όνειρο να ‘χεις μια σταλιά
να ‘χεις τα νιάτα δύσκολα,
και μες στης φτώχειας τη φωλιά
να σ’ έχω περηφάνια μου
Ιωάννα μου, Ιωάννα μου
που ‘μοιαζες με τη μάνα μου,
Ιωάννα μου, Ιωάννα μου
που ‘μοιαζες με τη μάνα μου.
Πνίγομαι μέσα στα ρηχά
και μες στα λόγια τα στιφά,
κι έχω δυο χέρια μοναχά
χαροκαμμένα και άτυχα,
και σ’ έχω τρυφερή ματιά
γονιό μες στην ορφάνια μου,
Ιωάννα μου, Ιωάννα μου,
αγάπη μου και μάνα μου,
Ιωάννα μου, Ιωάννα μου,
αγάπη μου και μάνα μου.
Και μες στης φτώχειας τη φωλιά
να σ’ έχω περηφάνια μου
Ιωάννα μου, Ιωάννα μου
που ‘μοιαζες με τη μάνα μου,
Ιωάννα μου, Ιωάννα μου
που ‘κλαιγες σαν τη μάνα μου.
|
Dísekta chrónia ke pollá
na ‘chis ta mátia chamilá,
t’ óniro na ‘chis mia staliá
na ‘chis ta niáta dískola,
ke mes stis ftóchias ti foliá
na s’ écho perifánia mu
Ioánna mu, Ioánna mu
pu ‘miazes me ti mána mu,
Ioánna mu, Ioánna mu
pu ‘miazes me ti mána mu.
Pnígome mésa sta richá
ke mes sta lógia ta stifá,
ki écho dio chéria monachá
charokamména ke áticha,
ke s’ écho triferí matiá
gonió mes stin orfánia mu,
Ioánna mu, Ioánna mu,
agápi mu ke mána mu,
Ioánna mu, Ioánna mu,
agápi mu ke mána mu.
Ke mes stis ftóchias ti foliá
na s’ écho perifánia mu
Ioánna mu, Ioánna mu
pu ‘miazes me ti mána mu,
Ioánna mu, Ioánna mu
pu ‘kleges san ti mána mu.
|