Ίσως να το ’χα φανταστεί
πως θα σε γνώριζα μια Κυριακή
σε μια άδεια πόλη φωτεινή
να στέκεις λυγερή, απόκοσμη.
Μιλήσαμε για μουσική
που άλλος κανείς δεν ξέρει
και φάγαμε και ήπιαμε
κείνο το μεσημέρι.
Θεέ μου ήσουν τόσο όμορφη
και ήταν καλοκαίρι.
Ρωτάω αν έχεις μυστικά
κι εσύ κοιτάς ψηλά στον ουρανό.
Tα τσακισμένα όνειρα τα κάνεις
να πετούν ψηλά μακριά από δω.
Τα χέρια σου στα χέρια μου,
η ανάσα μου δικιά σου.
Ίσως να το ’χα φανταστεί
πως θα ’τρεμα μπροστά σου.
Τα χέρια μου στα χέρια σου,
η ανάσα μου δικιά σου.
Ίσως να το ’χα φανταστεί
πως θα σε γνώριζα μια Κυριακή.
Κι όμως δεν είχα φανταστεί
πως θα ’ρθει αυτή η στιγμή
να φεύγεις μοναχή.
Τα χέρια σου στα χέρια μου,
η ανάσα μου δικιά σου.
Να μας ενώνει η μουσική,
να τρέμω εδώ μπροστά σου
Τα χέρια σου στα χέρια σου,
η ανάσα μου δικιά σου.
|
Ίsos na to ’cha fantasti
pos tha se gnóriza mia Kiriakí
se mia ádia póli fotiní
na stékis ligerí, apókosmi.
Milísame gia musikí
pu állos kanis den kséri
ke fágame ke ípiame
kino to mesiméri.
Theé mu ísun tóso ómorfi
ke ítan kalokeri.
Rotáo an échis mistiká
ki esí kitás psilá ston uranó.
Ta tsakisména ónira ta kánis
na petun psilá makriá apó do.
Ta chéria su sta chéria mu,
i anása mu dikiá su.
Ίsos na to ’cha fantasti
pos tha ’trema brostá su.
Ta chéria mu sta chéria su,
i anása mu dikiá su.
Ίsos na to ’cha fantasti
pos tha se gnóriza mia Kiriakí.
Ki ómos den icha fantasti
pos tha ’rthi aftí i stigmí
na fevgis monachí.
Ta chéria su sta chéria mu,
i anása mu dikiá su.
Na mas enóni i musikí,
na trémo edó brostá su
Ta chéria su sta chéria su,
i anása mu dikiá su.
|