Δυο μέρες τώρα δε σταμάτησε η βροχή
δυο νύχτες βγάζω στη σιωπή σου φυλακή
κι όσο πληρώνω λάθη χρέη μου παλιά
κρατάς τα μάτια σου παράθυρα κλειστά
ένα σου βλέμμα άφησέ με να διαβώ
και με τον πόνο σου στα χέρια να πιαστώ
Μη βιαστείς να χαθείς
δίνω λόγω τιμής χαρακτήρα να αλλάξω
κι αν μας έφερα εδώ
έχω φταίξει θα πω και σαν άντρας θα κλάψω
και σαν άντρας θα κλάψω
Δεν περιμένω χάρη πια να μου δοθεί
τα μάτια ανοίγεις και στενεύει το κελί
μου φανερώνουν μια απόφαση βαριά
και γκρίζα δάκρυα σαν μπόρα που ξεσπά
σ’ αυτή τη μπόρα δώσ’ μου άδεια να μπω
και με τον πόνο σου εγώ να χτυπηθώ
|
Dio méres tóra de stamátise i vrochí
dio níchtes vgázo sti siopí su filakí
ki óso pliróno láthi chréi mu paliá
kratás ta mátia su paráthira klistá
éna su vlémma áfisé me na diavó
ke me ton póno su sta chéria na piastó
Mi viastis na chathis
díno lógo timís charaktíra na allákso
ki an mas éfera edó
écho fteksi tha po ke san ántras tha klápso
ke san ántras tha klápso
Den periméno chári pia na mu dothi
ta mátia anigis ke stenevi to kelí
mu fanerónun mia apófasi variá
ke gkríza dákria san bóra pu ksespá
s’ aftí ti bóra dós’ mu ádia na bo
ke me ton póno su egó na chtipithó
|