Ο Σολωμός λεγόταν κόντες και Διονύσης
μόνος και διάφανος σαν το νερό της βρύσης
Ζακυνθινός μες του λεβάντε του τα λούσα
κι έτσι όπως φύσαγε τον μάτιαξε μια Μούσα
Έγινε εξάγγελος του Μάρτη μες τους δρόμους
με μια καντάδα που του βάραινε τους ώμους
πέφταν οβίδες στης ευθύνης του το αγώγι
ο Μπάιρον ζούσε φθισικός στο Μεσολόγγι
Έτσι ακονίζοντας της γλώσσας του το βέλος
είδε τον κόσμο απ’ την αρχή μέχρι το τέλος
με μια ματιά ως των οριζόντων του τη νίκη
απ’ την υπέρβαση ως τη γήινη καταδίκη
Ποιος ερμηνεύει του αόρατου τα λόγια
μες των αγίων τον ζητώ τα εορτολόγια
ζωή όλο σύμβολα μια υπέρτατη θυσία
ύμνος που έγινε για την ελευθερία
Ήπιε ως τον πάτο το ποτήρι του σκυμμένος
ήταν κι αυτός όπως κι εμείς πολιορκημένος
πως να φωτίσω του μεγέθους του τη ρίμα
είμαι παιδί που απαγγέλει ένα ποιήμα
|
O Solomós legótan kóntes ke Dionísis
mónos ke diáfanos san to neró tis vrísis
Zakinthinós mes tu levánte tu ta lusa
ki étsi ópos físage ton mátiakse mia Musa
Έgine eksángelos tu Márti mes tus drómus
me mia kantáda pu tu várene tus ómus
péftan ovídes stis efthínis tu to agógi
o Báiron zuse fthisikós sto Mesolóngi
Έtsi akonízontas tis glóssas tu to vélos
ide ton kósmo ap’ tin archí méchri to télos
me mia matiá os ton orizónton tu ti níki
ap’ tin ipérvasi os ti gíini katadíki
Pios erminevi tu aóratu ta lógia
mes ton agion ton zitó ta eortológia
zoí ólo símvola mia ipértati thisía
ímnos pu égine gia tin elefthería
Ήpie os ton páto to potíri tu skimménos
ítan ki aftós ópos ki emis poliorkiménos
pos na fotíso tu megéthus tu ti ríma
ime pedí pu apangéli éna piíma
|