Μια στενοχώρια που έχω απόψε,
απ’ την καρδιά μου βγαίνει καπνός.
Τα δάκρυά μου πως να τα κόψω,
σε σένα τρέχει ο λογισμός.
Αχ, θα με φάει η στενοχώρια
που ’μαστε χώρια, που ζούμε χώρια.
Γιατί σε παίρνουν από κοντά μου
και κομματιάζονται δύο καρδιές,
και κάνουν λύπη κάθε χαρά μου
χωρίς να φταίω, χωρίς να φταις;
Αχ, θα με φάει η στενοχώρια
που ’μαστε χώρια, που ζούμε χώρια.
Πώς θα μπορέσω να συνηθίσω
σ’ αυτή τη μαύρη τη μοναξιά;
Πού θα ξανάβρω σ’ αυτό τον κόσμο
σαν τη δική σου χρυσή καρδιά;
Αχ, θα με φάει η στενοχώρια
που ’μαστε χώρια, που ζούμε χώρια.
|
Mia stenochória pu écho apópse,
ap’ tin kardiá mu vgeni kapnós.
Ta dákriá mu pos na ta kópso,
se séna tréchi o logismós.
Ach, tha me fái i stenochória
pu ’maste chória, pu zume chória.
Giatí se pernun apó kontá mu
ke kommatiázonte dío kardiés,
ke kánun lípi káthe chará mu
chorís na fteo, chorís na ftes;
Ach, tha me fái i stenochória
pu ’maste chória, pu zume chória.
Pós tha boréso na sinithíso
s’ aftí ti mavri ti monaksiá;
Pu tha ksanávro s’ aftó ton kósmo
san ti dikí su chrisí kardiá;
Ach, tha me fái i stenochória
pu ’maste chória, pu zume chória.
|