Μια συνηθισμένη μέρα που μου είπες “γεια σου”
με σημάδεψε μια σφαίρα, κι είχε τ’ όνομά σου.
Είχε τα σκληρά σου λόγια που με μάτωσαν,
που μου κόψανε τα πόδια, με γονάτισαν.
Βασανίζομαι για σένα, βασανίζομαι,
κάθε βράδυ είμαι λιώμα και σκορπίζομαι.
Βασανίζομαι για σένα, βασανίζομαι,
όμως θα σε ξεπεράσω, σου τ’ ορκίζομαι.
Μια συνηθισμένη μέρα πάνω στο θυμό μου
εβλαστήμησα εσένα και τον εαυτό μου.
Καταράστηκα την ώρα που σε γνώρισα
κι απ’ το πάθος την καρδιά μου στεναχώρησα.
Βασανίζομαι για σένα, βασανίζομαι,
κάθε βράδυ είμαι λιώμα και σκορπίζομαι.
Βασανίζομαι για σένα, βασανίζομαι,
όμως θα σε ξεπεράσω, σου τ’ ορκίζομαι.
|
Mia sinithisméni méra pu mu ipes “gia su”
me simádepse mia sfera, ki iche t’ ónomá su.
Iche ta sklirá su lógia pu me mátosan,
pu mu kópsane ta pódia, me gonátisan.
Oasanízome gia séna, vasanízome,
káthe vrádi ime lióma ke skorpízome.
Oasanízome gia séna, vasanízome,
ómos tha se kseperáso, su t’ orkízome.
Mia sinithisméni méra páno sto thimó mu
evlastímisa eséna ke ton eaftó mu.
Katarástika tin óra pu se gnórisa
ki ap’ to páthos tin kardiá mu stenachórisa.
Oasanízome gia séna, vasanízome,
káthe vrádi ime lióma ke skorpízome.
Oasanízome gia séna, vasanízome,
ómos tha se kseperáso, su t’ orkízome.
|