Άνοιξα στον κήπο μου πηγάδι,
να ποτίζω τα πουλιά,
να ‘ρχεσαι κι εσύ πρωί και βράδυ
σαν μικρή δροσοσταλιά.
Ήρθες μια βραδιά με τον αγέρα,
αναστέναξ’ η καρδιά
σου ‘πα με λαχτάρα “καλησπέρα”
και μου είπες “έχε γεια”.
Μίλησέ μου, μίλησέ μου,
δε σε φίλησα ποτέ μου.
Μίλησέ μου, μίλησέ μου,
πως να σε ξεχάσω Θεέ μου.
Μίλησέ μου, μίλησέ μου
δε σε φίλησα ποτέ μου.
Μίλησέ μου, μίλησέ μου,
μόνο στ’ όνειρό μου σε φιλώ.
Φύτεψα στην πόρτα σου χορτάρι
Να ‘χεις ίσκιο και δροσιά,
Κι ήρθα πριν αλλάξει το φεγγάρι
να σου φέρω ζεστασιά.
Σ’ έβγαλα στου Ήλιου τ’ ανηφόρι
στα σοκάκια τα πλατιά
μα ήρθε παγωνιά και ξεροβόρι
και δε μ’ άναψες φωτιά.
Μίλησέ μου, μίλησέ μου,
δε σε φίλησα ποτέ μου.
Μίλησέ μου, μίλησέ μου,
πως να σε ξεχάσω Θεέ μου.
Μίλησέ μου, μίλησέ μου
δε σε φίλησα ποτέ μου.
Μίλησέ μου, μίλησέ μου,
μόνο στ’ όνειρό μου σε φιλώ.
|
Άniksa ston kípo mu pigádi,
na potízo ta puliá,
na ‘rchese ki esí pri ke vrádi
san mikrí drosostaliá.
Ήrthes mia vradiá me ton agéra,
anasténaks’ i kardiá
su ‘pa me lachtára “kalispéra”
ke mu ipes “éche gia”.
Mílisé mu, mílisé mu,
de se fílisa poté mu.
Mílisé mu, mílisé mu,
pos na se ksecháso Theé mu.
Mílisé mu, mílisé mu
de se fílisa poté mu.
Mílisé mu, mílisé mu,
móno st’ óniró mu se filó.
Fítepsa stin pórta su chortári
Na ‘chis ískio ke drosiá,
Ki írtha prin alláksi to fengári
na su féro zestasiá.
S’ évgala stu Ήliu t’ anifóri
sta sokákia ta platiá
ma írthe pagoniá ke kserovóri
ke de m’ ánapses fotiá.
Mílisé mu, mílisé mu,
de se fílisa poté mu.
Mílisé mu, mílisé mu,
pos na se ksecháso Theé mu.
Mílisé mu, mílisé mu
de se fílisa poté mu.
Mílisé mu, mílisé mu,
móno st’ óniró mu se filó.
|