Να σταματούσα τον καιρό
όπως ο φράχτης το νερό,
να σταματούσα τον καιρό
στο πρόσωπό σου,
να μείνεις έτσι διάφανη
σαν το μεταξωτό πανί
που στεφανώνει σαν γιορτή
το μέτωπό σου.
Τίποτ’ άλλο δεν υπάρχει στη ζωή
πέρ’ από σένα,
απ’ τα μάτια που μου δίνουνε πνοή
τα λατρεμένα.
Και να ‘μαι και να σε κοιτώ
και σαν παιδί να ομολογώ
και σαν παιδί να ομολογώ
στα δυο σου μάτια
πως αν δεν ήσουνα εσύ,
σταλαγματιά χρυσό κρασί,
θα ‘χε η ζωή μου σκορπιστεί
χίλια κομμάτια.
|
Na stamatusa ton keró
ópos o fráchtis to neró,
na stamatusa ton keró
sto prósopó su,
na minis étsi diáfani
san to metaksotó paní
pu stefanóni san giortí
to métopó su.
Típot’ állo den ipárchi sti zoí
pér’ apó séna,
ap’ ta mátia pu mu dínune pnoí
ta latreména.
Ke na ‘me ke na se kitó
ke san pedí na omologó
ke san pedí na omologó
sta dio su mátia
pos an den ísuna esí,
stalagmatiá chrisó krasí,
tha ‘che i zoí mu skorpisti
chília kommátia.
|