Η νύχτα θέλει να πετάξει
αλλά της λείπουν τα φτερά
η λύπη μου κάνει νερά
και πλημμυρίζει το αμάξι
Τα φώτα μου αναβοσβήνω
κι η πόλη τόσο δοτική
σαν ρήμα στην παθητική
που δε θα μάθω να το κλίνω
Η νύχτα θέλει να πετάξει
και μπαίνω στο Ελληνικό
μ’ ένα προαίσθημα κακό
σαν τον αδιάβαστο στην τάξη
Αφίξεις και αναχωρήσεις
και φώτα εκτυφλωτικά
εδώ μαθαίνεις μυστικά
που δεν τα λένε στις ειδήσεις
Ο κόσμος πίνει και καπνίζει
στην αίθουσα αναμονής
κι είμαι στο πλήθος ο κανείς
που τ’ όνομά του το κερδίζει
Καφές ζεστός και άσος σκέτος
δύο η ώρα της νυχτός
είμαι σε όλα ανοιχτός
κι απογειώνομαι καθέτως
Ραντάρ κανένα δε με πιάνει
στην πτήση μου τη μαγική
γράφω στης νύχτας το χαρτί
με συμπαθητική μελάνη
Αφίξεις και αναχωρήσεις
και φώτα εκτυφλωτικά
εδώ μαθαίνεις μυστικά
που δεν τα λένε στις ειδήσεις
|
I níchta théli na petáksi
allá tis lipun ta fterá
i lípi mu káni nerá
ke plimmirízi to amáksi
Ta fóta mu anavosvíno
ki i póli tóso dotikí
san ríma stin pathitikí
pu de tha mátho na to klíno
I níchta théli na petáksi
ke beno sto Ellinikó
m’ éna proesthima kakó
san ton adiávasto stin táksi
Afíksis ke anachorísis
ke fóta ektiflotiká
edó mathenis mistiká
pu den ta léne stis idísis
O kósmos píni ke kapnízi
stin ethusa anamonís
ki ime sto plíthos o kanis
pu t’ ónomá tu to kerdízi
Kafés zestós ke ásos skétos
dío i óra tis nichtós
ime se óla anichtós
ki apogiónome kathétos
Rantár kanéna de me piáni
stin ptísi mu ti magikí
gráfo stis níchtas to chartí
me sibathitikí meláni
Afíksis ke anachorísis
ke fóta ektiflotiká
edó mathenis mistiká
pu den ta léne stis idísis
|