Ο κυρ Αντώνης πάει καιρός που ζούσε στην αυλή
με ένα κανάτι κι ένα κρεβάτι και με κρασί πολύ.
Είχε δυο μάτια γαλανά κι αχτένιστα μαλλιά
κι ένα λουλούδι πάντα φορούσε στα ρούχα τα παλιά.
Αχ κυρ Αντώνη πως σ’ αγαπάμε και μαζί σου τ’ άστρα μετράμε,
τις φωτιές για σένα πηδάμε ώσπου να ‘ρθει βροχή
και το θυμό σου πάντα ξεχνάμε, σαν πουλιά μαζί τριγυρνάμε
σαν παιδιά με σένα γελάμε σαν κάνεις προσευχή.
Ο κυρ Αντώνης βιάζεται να πάει να κοιμηθεί
γιατί το βράδυ στα όνειρά του θέλει να θυμηθεί
ό, τι ποτέ δεν έζησε μες τ’ όνειρό του ζει
μα η νύχτα φεύγει και λυπημένο τον βρίσκει η χαραυγή.
Αχ κυρ Αντώνη πως σ’ αγαπάμε και μαζί σου τ’ άστρα μετράμε,
τις φωτιές για σένα πηδάμε ώσπου να ‘ρθει βροχή
και το θυμό σου πάντα ξεχνάμε, σαν πουλιά μαζί τριγυρνάμε
σαν παιδιά με σένα γελάμε σαν κάνεις προσευχή.
Μα ένα βράδυ ο κυρ Αντώνης στρώνει να κοιμηθεί
κι όταν ξυπνάμε τον καρτεράμε στην πόρτα να φανεί.
Μα ο κυρ Αντώνης δε θα βγει ποτέ του στην αυλή
αφού για πάντα μες τ’ όνειρό του θέλησε πια να ζει.
|
O kir Antónis pái kerós pu zuse stin avlí
me éna kanáti ki éna kreváti ke me krasí polí.
Iche dio mátia galaná ki achténista malliá
ki éna luludi pánta foruse sta rucha ta paliá.
Ach kir Antóni pos s’ agapáme ke mazí su t’ ástra metráme,
tis fotiés gia séna pidáme óspu na ‘rthi vrochí
ke to thimó su pánta ksechnáme, san puliá mazí trigirnáme
san pediá me séna geláme san kánis prosefchí.
O kir Antónis viázete na pái na kimithi
giatí to vrádi sta ónirá tu théli na thimithi
ó, ti poté den ézise mes t’ óniró tu zi
ma i níchta fevgi ke lipiméno ton vríski i charavgí.
Ach kir Antóni pos s’ agapáme ke mazí su t’ ástra metráme,
tis fotiés gia séna pidáme óspu na ‘rthi vrochí
ke to thimó su pánta ksechnáme, san puliá mazí trigirnáme
san pediá me séna geláme san kánis prosefchí.
Ma éna vrádi o kir Antónis stróni na kimithi
ki ótan ksipnáme ton karteráme stin pórta na fani.
Ma o kir Antónis de tha vgi poté tu stin avlí
afu gia pánta mes t’ óniró tu thélise pia na zi.
|