Είχε μιαν απλή καρδιά
και τον λέγαν Γιάννη
κάθε που ‘πεφτε η βραδιά
βγαίναμε σεργιάνι
στον γαλάζιο ουρανό
Θεέ μου πως πονώ
Τον φωνάζανε τρελό
κάτι καλοπαίδια
του κρεμάγαν στο λαιμό
άδεια τενεκέδια
και τον δέρναν στο στενό
Θεέ μου πώς πονώ
Η απλή του η καρδιά
πια δε θα στενάζει
Του την κλέψαν τα παιδιά
για να κάνουν χάζι
μια βραδιά στην Αχαρνώ
Θεέ μου πώς πονώ
|
Iche mian aplí kardiá
ke ton légan Giánni
káthe pu ‘pefte i vradiá
vgename sergiáni
ston galázio uranó
Theé mu pos ponó
Ton fonázane treló
káti kalopedia
tu kremágan sto lemó
ádia tenekédia
ke ton dérnan sto stenó
Theé mu pós ponó
I aplí tu i kardiá
pia de tha stenázi
Tu tin klépsan ta pediá
gia na kánun cházi
mia vradiá stin Acharnó
Theé mu pós ponó
|