Γυναίκα σκύψε τo κεφάλι
γιατί έρχεται σαρακοστή
και θα σταυρώσουνε και πάλι
τον άγγελο και το ληστή.
Λένε πως πήγανε την Τρίτη
και πήρανε το Γιακουμή
μες απ’ το ίδιο του το σπίτι
την ώρα που ‘τρωγε ψωμί.
Κλείσ’ το παράθυρο γυναίκα,
κοντεύει δώδεκα και δέκα,
σου το ‘χω πει τόσες φορές,
οι μέρες είναι πονηρές.
Γυναίκα χάθηκαν οι φίλοι,
έγινε φίδι ο αδερφός,
κόψε την κάφτρα στο καντήλι
να `χουμε απόψε λίγο φως.
Πες μου τον όρκο του προπάπου,
κι αν δε γυρίσω μια βραδιά,
να με θυμάσαι κάπου κάπου
και να προσέχεις τα παιδιά.
Κλείσ’ το παράθυρο γυναίκα,
κοντεύει δώδεκα και δέκα,
σου το ‘χω πει τόσες φορές,
οι μέρες είναι πονηρές.
|
Gineka skípse to kefáli
giatí érchete sarakostí
ke tha stavrósune ke páli
ton ángelo ke to listí.
Léne pos pígane tin Tríti
ke pírane to Giakumí
mes ap’ to ídio tu to spíti
tin óra pu ‘troge psomí.
Klis’ to paráthiro gineka,
kontevi dódeka ke déka,
su to ‘cho pi tóses forés,
i méres ine ponirés.
Gineka cháthikan i fíli,
égine fídi o aderfós,
kópse tin káftra sto kantíli
na `chume apópse lígo fos.
Pes mu ton órko tu propápu,
ki an de giríso mia vradiá,
na me thimáse kápu kápu
ke na proséchis ta pediá.
Klis’ to paráthiro gineka,
kontevi dódeka ke déka,
su to ‘cho pi tóses forés,
i méres ine ponirés.
|