Δώσ’ μου τα χείλη σου να πιω, να μεταλάβω,
είναι για μένανε κάτι το ιερό,
όσο μετράει η λευτεριά για ένα σκλάβο
τόσο μετράει η δίψα μου να σε χαρώ.
Φοβάμαι πως, ναι, φοβάμαι πως, ναι,
αιχμάλωτος είμαι, καημέ μου πλάνε,
φοβάμαι πως, ναι, φοβάμαι πως, ναι,
θα είσαι το τέρμα του δρόμου για ‘μέ.
Το παραδέχομαι χωρίς αμφιβολία,
είσαι η πρώτη, είσαι μοναδική,
έχεις τον τρόπο να γράφεις ιστορία,
δεν είσαι εσύ μια αγάπη περαστική.
Φοβάμαι πως, ναι, φοβάμαι πως, ναι,
αιχμάλωτος είμαι, καημέ μου πλάνε,
φοβάμαι πως, ναι, φοβάμαι πως, ναι,
θα είσαι το τέρμα του δρόμου για ‘μέ.
|
Dós’ mu ta chili su na pio, na metalávo,
ine gia ménane káti to ieró,
óso metrái i lefteriá gia éna sklávo
tóso metrái i dípsa mu na se charó.
Fováme pos, ne, fováme pos, ne,
echmálotos ime, kaimé mu pláne,
fováme pos, ne, fováme pos, ne,
tha ise to térma tu drómu gia ‘mé.
To paradéchome chorís amfivolía,
ise i próti, ise monadikí,
échis ton trópo na gráfis istoría,
den ise esí mia agápi perastikí.
Fováme pos, ne, fováme pos, ne,
echmálotos ime, kaimé mu pláne,
fováme pos, ne, fováme pos, ne,
tha ise to térma tu drómu gia ‘mé.
|