Τόσοι πόνοι που με βρήκαν
πως χωρέσαν και πως μπήκαν
στην θλιμμένη μου καρδιά
μες τον κόσμο δεν υπάρχει
άλλος άνθρωπος που να ‘χει
τόσα βάσανα βαριά
Γεννήθηκα στον πόνο
μεγάλωσα στον πόνο
και μ’ απομένει μόνο
να σβήσω μες τον πόνο
Ορφανός μες τις κακίες
μοναχός στις αδικίες
και έρημος στην ξενιτιά
Απ’ τους φίλους πικραμένος
Και απ’ αγάπη προδομένος
Πώς να νταγιαντήσω πια
Γεννήθηκα στον πόνο
μεγάλωσα στον πόνο
και μ’ απομένει μόνο
να σβήσω μες τον πόνο
Αν υπάρχει πεπρωμένο
Απ’ τη μοίρα μας γραμμένο
Το πιο μαύρο το ‘χω εγώ
όταν έφερες μητέρα
στη παλιοζωή μια μέρα
με έφερες για να πονώ
Γεννήθηκα στον πόνο
μεγάλωσα στον πόνο
και μ’ απομένει μόνο
να σβήσω μες τον πόνο
|
Tósi póni pu me vríkan
pos chorésan ke pos bíkan
stin thlimméni mu kardiá
mes ton kósmo den ipárchi
állos ánthropos pu na ‘chi
tósa vásana variá
Genníthika ston póno
megálosa ston póno
ke m’ apoméni móno
na svíso mes ton póno
Orfanós mes tis kakíes
monachós stis adikíes
ke érimos stin ksenitiá
Ap’ tus fílus pikraménos
Ke ap’ agápi prodoménos
Pós na ntagiantíso pia
Genníthika ston póno
megálosa ston póno
ke m’ apoméni móno
na svíso mes ton póno
An ipárchi peproméno
Ap’ ti mira mas gramméno
To pio mavro to ‘cho egó
ótan éferes mitéra
sti paliozoí mia méra
me éferes gia na ponó
Genníthika ston póno
megálosa ston póno
ke m’ apoméni móno
na svíso mes ton póno
|