Εκείνα που δειλά φαντάσθη μαθητής, είν’ ανοιχτά
φανερωμένα εμπρός του. Και γυρνά και ξενυχτά
και παρασύρεται. Κι ως είναι ( για την τέχνη μας ) σωστό,
το αίμα του, καινούριο και ζεστό,
η ηδονή το χαίρεται. Το σώμα του νικά
έκνομη ερωτική μέθη και τα νεανικά
μέλη ενδίδουνε σ’ αυτήν.
Κι έτσι ένα παιδί απλό
γένεται άξιο να το δούμε κι απ’ τον Υψηλό
της Ποιήσεως Κόσμο μια στιγμή περνά κι αυτό
το αισθητικό παιδί με το αίμα του καινούριο και ζεστό.
|
Ekina pu dilá fantásthi mathitís, in’ anichtá
faneroména ebrós tu. Ke girná ke ksenichtá
ke parasírete. Ki os ine ( gia tin téchni mas ) sostó,
to ema tu, kenurio ke zestó,
i idoní to cherete. To sóma tu niká
éknomi erotikí méthi ke ta neaniká
méli endídune s’ aftín.
Ki étsi éna pedí apló
génete áksio na to dume ki ap’ ton Ipsiló
tis Piíseos Kósmo mia stigmí perná ki aftó
to esthitikó pedí me to ema tu kenurio ke zestó.
|