Ξημέρωσε για μένα και ανάσανα,
στον κόκορα τα φόρτωσα τα βάσανα,
έξω φτώχεια τώρα πια
και στα φρύγανα φωτιά,
οι πίκρες ‘δώ κι εμπρός δεν έχουν πέραση,
η νιότη, βλέπεις, θέλει καλοπέραση.
Έχω κέφι, έχω κέφι
και χαρά, χαρά τρελή,
μου ‘φεξε η τύχη,
πιάνω την καλή,
μου ‘φεξε η τύχη,
πιάνω την καλή.
Στο φούντο έχω ρίξει κάθε έννοια μου,
δεν την χαλάω πια τη ζαχαρένια μου,
έχω γίνει ένας λεφτάς,
κάργα είναι, είν’ ο μπεζαχτάς,
ρεζέρβες έχω κι αν με πιάσει λάστιχο,
στου διαόλου, όλα, το κατάστιχο.
Έχω κέφι, έχω κέφι
και χαρά, χαρά τρελή,
μου ‘φεξε η τύχη,
πιάνω την καλή,
μου ‘φεξε η τύχη,
πιάνω την καλή.
|
Ksimérose gia ména ke anásana,
ston kókora ta fórtosa ta vásana,
ékso ftóchia tóra pia
ke sta frígana fotiá,
i píkres ‘dó ki ebrós den échun pérasi,
i nióti, vlépis, théli kalopérasi.
Έcho kéfi, écho kéfi
ke chará, chará trelí,
mu ‘fekse i tíchi,
piáno tin kalí,
mu ‘fekse i tíchi,
piáno tin kalí.
Sto funto écho ríksi káthe énnia mu,
den tin chaláo pia ti zacharénia mu,
écho gini énas leftás,
kárga ine, in’ o bezachtás,
rezérves écho ki an me piási lásticho,
stu diaólu, óla, to katásticho.
Έcho kéfi, écho kéfi
ke chará, chará trelí,
mu ‘fekse i tíchi,
piáno tin kalí,
mu ‘fekse i tíchi,
piáno tin kalí.
|